Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Από την κατάθλιψη στην αντίσταση


Μια γενικευμένη πεποίθηση –εμπειρικά διαπιστώσιμη και διαπιστωμένη– είναι πως οι Έλληνες υποφέρουν συλλογικά από μια βαθύτατη κατάθλιψη. Οι αυτοκτονίες αυξάνονται –παράλληλα με τα ποσοστά της Χ.Α.–, το κύμα φυγής μεταξύ των νέων μεγαλώνει, τα ψυχοφάρμακα, παρ’ ό,τι ακριβά, κάνουν θραύση. Και ίσως οι μόνοι επαγγελματίες που δεν υποφέρουν ιδιαίτερα από την κρίση είναι εκείνοι της ψυχικής υγιεινής. 

Δύο χρόνια πριν, και κατ’ εξοχήν στη διάρκεια του 2011, με αποκορύφωμα τις διαδηλώσεις της 28ης Οκτωβρίου, οι Έλληνες πλημμύριζαν τους δρόμους και τις πλατείες, πυροδοτώντας το μεγαλύτερο κίνημα «Αγανακτισμένων» όλου του κόσμου, που κατέληξε και στην πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου. Και το κύμα της αγανάκτησης θα συνεχιστεί μέχρι τον χειμώνα του 2012. Πώς και γιατί λοιπόν πέρασαν, δύο χρόνια μετά, από την αγανάκτηση στην κατάθλιψη; 

Η απάντηση είναι εν τέλει απλή. Αλλά, ίσως δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε. Μέχρι τότε, δίναμε μία αμυντική μάχη ενάντια στον απρόκλητο και αιφνίδιο πόλεμο που μας κήρυξαν οι αγορές και η γερμανική Ευρώπη. Μια μάχη που είχε ως συνέπεια τον βίαιο καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ (και ας μην ξεχνάμε το 43% των εκλογών του 2009) και τη γενικευμένη απογοήτευση, μίσος και δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό σύστημα, τους βουλευτές, τις ελίτ. Έκτοτε, το κλίμα αρχίζει να μεταβάλλεται. Οι συγκεντρώσεις γίνονται όλο και πιο άμαζες, οι μπαχαλάκηδες και τα δακρυγόνα περνάνε και πάλι στην πρώτη γραμμή και οι Έλληνες προσανατολίζονται μάλλον προς την εσωστρέφεια ή, στην καλύτερη περίπτωση, προς το… εκλογικό παραβάν. Αμέσως μετά δε, μετά τη στιγμιαία έξαψη των εκλογών, όλο και περισσότερο η αποστράτευση, η θλίψη, η αποχώρηση στα ενδότερα του εαυτού. Η αγανάκτηση θα πάρει μορφή καρικατούρας. Θα γίνει Χρυσή Αυγή! 

Στο πραγματολογικό επίπεδο, τα γεγονότα υπήρξαν καταιγιστικά. Ο Αντώνης Σαμαράς, που μέχρι τον Νοέμβριο του 2011 ήταν αντιμνημονιακός, ανοίγοντας τον δρόμο και στη συντριπτική πλειοψηφία των δεξιών πολιτών να μπορούν να συμπορευτούν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και για τόσο μεγάλο διάστημα με τους προερχόμενους από την αριστερά και την κεντροαριστερά, θα διαβεί τον Νοέμβριο του 2011 τον Ρουβικώνα του Μνημονίου. 
Αμέσως μετά, με την κυβέρνηση Παπαδήμου, θα υπογραφεί το PSI που θα καταστρέψει τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία, θα μεταφέρει το χρέος στο αγγλικό δίκαιο και θα το μετατρέψει, από χρέος έναντι ιδιωτών, σε χρέος έναντι κρατών. Οι μισθοί και τα ημερομίσθια θα πέσουν κατά 30%, οι άνεργοι θα εκτιναχθούν στο ενάμισι εκατομμύριο σχεδόν, το κοινωνικό κράτος θα αποσυντεθεί. 

Η μετακίνηση του μεγαλύτερου μέρους της Δεξιάς προς το μνημονιακό στρατόπεδο θα ενισχύσει θεαματικά τη δεξαμενή των καθεστωτικών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, που αποτέλεσε, μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες, το εκλογικό καταφύγιο ενός μεγάλου μέρους των Αγανακτισμένων, όχι μόνο δεν θα μπορέσει να ανέλθει στην εξουσία, αλλά προπαντός, στη συνέχεια, θα αποδειχτεί ανίκανος να πείσει πως μπορεί να προσφέρει μια αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση για την αντιμετώπιση της μνημονιακής λαίλαπας. Και αυτό καταδεικνύεται όχι μόνο από τη δημοσκοπική στασιμότητά του ενάμιση χρόνο μετά, αλλά και από το γεγονός ότι ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων κατέφευγε τουλάχιστον δημοσκοπικά στη Χ.Α. – που αποτέλεσε το μόνο κόμμα που έβλεπε την επιρροή του να μεγαλώνει. Εξάλλου, τι χαρακτηριστικότερο από τους κλειστούς ορίζοντες των Ελλήνων, από την άρνησή τους, που καταγράφεται σ’ όλες τις δημοσκοπήσεις, να απαιτήσουν νέες εκλογές. Σ’ αυτές τις συνθήκες, μόνο κάποιος από μηχανής θεός, έξω από το κοινοβουλευτικό σύστημα, θα μπορούσε να εμφανιστεί ως εναλλακτική πρόταση. Και μια και αυτός έμοιαζε να απουσιάζει, ένα δέκα με δεκαπέντε τοις εκατό των Ελλήνων επέλεξαν ως νεαντερντάλειο υποκατάστατό του τον Μιχαλολιάκο. 

Τι άραγε δηλούν όλα αυτά; Ότι απλούστατα οι Έλληνες έχασαν τη μάχη που δινόταν μέχρι τα τέλη του 2011, ή στην καλύτερη περίπτωση μέχρι το καλοκαίρι του ’12. Τα στρατεύματα κατοχής έχουν πλέον στρογγυλοκαθίσει στη χώρα με τους Τόμσεν, τους Φούχτελ και Ράινχεμπαχ, και έχουν εγκαταστήσει και τα εγχώρια ανδρείκελα Σαμαρά, Στουρνάρα και… Βενιζέλο. Μέχρι το 2011 δινόταν ακόμη μία μάχη για να αποκρουστούν τα μνημόνια και το χειροπόδαρο δέσιμο της χώρας. Τώρα πια έχουμε χάσει τη μάχη, η ελληνική κοινωνία έχει μετασχηματιστεί βίαια και δραματικά σε μία κοινωνία των δύο τρίτων (με αντίστροφο νόημα απ’ ό,τι στο παρελθόν, μια και τα 2/3 ή ίσως και το 80% αντιπροσωπεύει την εκπτωχευμένη μάζα). Το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων τάξεων έχει προλεταριοποιηθεί, η πλειοψηφία των νέων είναι άνεργοι, το κοινωνικό κράτος που κουτσά στραβά είχε οικοδομηθεί, έστω και με παρασιτικό τρόπο και δανεικά τα προηγούμενα χρόνια, έχει κατεδαφιστεί. Η Ελλάδα, ακολουθώντας το… χρηματιστήριο των Αθηνών, κατέβηκε απότομα κατηγορία, περνώντας σε κείνη των «αναδυομένων» χωρών. Η βαθύτερη αποικιακή υπόσταση της χώρας, που φτιασιδωνόταν για τριάντα πέντε χρόνια, αναδύθηκε προφανής και αδιαμφισβήτητη.

Γι’ αυτό λοιπόν και η αποστράτευση, η συνωμοσιολογία (τριάντα τοις εκατό των Ελλήνων πιστεύει ότι μας ψεκάζουν τα αεροπλάνα), η ανίσχυρη λύσσα, η σιωπή. 

Το ότι όμως χάσαμε την μάχη των μνημονίων, που εξάλλου σε λίγο καιρό θα έχουν ολοκληρώσει το έργο τους, έχοντας αλυσοδέσει τη χώρα, σημαίνει άραγε και το τέλος της ιστορίας; Σηματοδοτεί την εξαφάνιση κάθε αντίστασης; Όχι βέβαια! Διότι όταν ο στρατός κατοχής έχει εγκατασταθεί, όταν μία ιστορική περίοδος έχει κλείσει με μία ήττα, μια νέα φάση ανοίγεται. Η φάση της αντίστασης, του ανταρτοπόλεμου. Οι κάτοικοι της Ιερισσού στις Σκουριές, οι χιλιάδες νέοι και λιγότερο νέοι που εγκαθίστανται στα χωριά, επανακκινώντας αυτοί την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, τα εκατοντάδες κοινωνικά ιατρεία, τα εκατοντάδες χιλιάδες γεύματα που μοιράζονται κάθε μέρα από τις εκκλησίες της χώρας, οι συνεταιριστικές απόπειρες και η επέκταση των εναλλακτικών πρωτοβουλιών, οι μικρές ή μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις, η άρνηση των κατοίκων της Μυτιλήνης να επιτρέψουν να βγει στο σφυρί έστω και ένα υπερχρεωμένο σπίτι, οι πολιτιστικές πρωτοβουλίες αντίστασης, η μεγάλη μείωση των πωλήσεων των γερμανικών προϊόντων και χιλιάδες άλλα γεγονότα, για να μην ξεχάσουμε και τις αντιφασιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στη Χ.Α. ή για την υπεράσπιση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης (παρ’ όλο που όλοι γνωρίζαμε το ποιόν της), όλα αυτά μαζί αποτελούν στοιχεία αυτής της πολύμορφης αντίστασης που εκδηλώνεται καθημερινά. 

Το ότι αυτή ακόμα δεν έχει πάρει τη μορφή ενός ενιαίου απελευθερωτικού μετώπου δεν σημαίνει τίποτα άλλο, πέραν του ότι είναι ακόμα στην αρχή, δοκιμάζει τα όπλα και τις δυνάμεις της. Το ερώτημα ακριβώς είναι πώς τα επόμενα χρόνια θα αποκτήσει και εκείνα τα ιδεολογικά και πολιτικά εργαλεία που θα της επιτρέψουν να μεταβληθεί σε ηγεμονική δύναμη, δύναμη που θα σαρώσει τη νέα κατοχή. 

Εμείς, παρ’ ό,τι συμμετείχαμε με όσες δυνάμεις είχαμε –υλικές και πνευματικές– στο κίνημα των Αγανακτισμένων από την αρχή του, γνωρίζαμε πολύ καλά πως η μάχη ήταν άνιση. Γιατί είχαμε απέναντί μας όλο το διεθνές σύστημα, ενώ στο εσωτερικό, είκοσι τουλάχιστον χρόνια κυριαρχίας του πιο βλακώδους ψευδοεκσυγχρονισμού και η χυδαία ενσωμάτωση των ελίτ στην μονοκρατορία του χρήματος και της κατανάλωσης, είχαν καταστήσει εξαιρετικά αδύναμο το λαϊκό σώμα, που δεν διέθετε ούτε αυτόνομη οικονομία, ούτε ρωμαλέα παιδεία, ούτε αντάξια πολιτικά κόμματα, για να μπορεί να αντισταθεί αποτελεσματικά. Γνωρίζουμε ωστόσο πως ο δρόμος φτιάχνεται περπατώντας και ο μόνος πραγματικός δάσκαλος είναι η ίδια η εμπειρία των ανθρώπων, γι’ αυτό και συμμετείχαμε χωρίς αναστολές σ’ αυτό το κίνημα, χωρίς όμως να εκπλαγούμε όταν είδαμε ότι δεν μπορέσαμε να νικήσουμε. 

Χωρίς αυταπάτες λοιπόν, αλλά με πίστη στις δυνάμεις ενός λαού που, μέσα σε τέσσερα χρόνια, υποχρεώθηκε «να ξεμάθει και να μάθει» σε μία κλίμακα χωρίς ιστορικό προηγούμενο, τουλάχιστον στη μετεμφυλιακή εποχή, έχουμε μπει σ’ αυτή την καινούργια περίοδο της συγκρότησης των αντιστάσεων και των υποκειμένων, που θα μας επιτρέψουν αύριο να συγκροτήσουμε αυτό το πραγματικά ενιαίο μέτωπο και να συνάψουμε συμμαχίες τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και έξω από αυτή. 

Πριν από μερικά χρόνια, στις αρχές της κρίσης, η έννοια του μετώπου είχε ένα συγκεκριμένο νόημα: επρόκειτο για ένα αμυντικό μέτωπο ενάντια στον εισβολέα. Όταν έγινε η ιταλική εισβολή, όλοι πήγαν στο μέτωπο κάτω από την κυβέρνηση Μεταξά. Στη συνέχεια όμως, όταν πια η εισβολή είχε λάβει χώρα, όχι μόνο έπρεπε να διευκρινιστεί «τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» –όπως επιγράφεται το κείμενο που είχε γράψει ο Δημήτρης Γληνός–, αλλά, ακόμα περισσότερο, χρειαζόταν τα πολιτικά κόμματα που θα αναλάμβαναν να συγκροτήσουν αυτό το μέτωπο. 

Γι’ αυτό και τονίζουμε σε όλους τους φίλους μας, πως το πρώτο βήμα, είναι ακριβώς η διευκρίνιση των στόχων και των βημάτων της αντίστασης, γιατί στο εξής θα πρέπει να αρχίσουμε να διαμορφώνουμε ένα μέτωπο που δεν θα είναι πλέον αμυντικό, αλλά ένα μέτωπο επίθεσης, να «διώξουμε τους ξένους κατακτητές». Εξ ου και η οικοδόμηση μετώπων, χωρίς πραγματική συμφωνία γύρω από «το τι είναι και τι θέλει» αυτό το μέτωπο, ήταν μια απάτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια αυταπάτη. 

Εμείς επιμένουμε για δεκαετίες πως, για να μπορέσει η Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο που την έχει οδηγήσει η παγκοσμιοποίηση, ο «εκσυγχρονισμός» και ο χυδαίος εκχρηματισμός των συνειδήσεων, απαιτείται μια ολόκληρη ιδεολογική επανάσταση. Και ακριβώς επειδή αυτή δεν έγινε, καταλήξαμε στην καταστροφή. Επομένως, δεν μπορούμε με τα ιδεολογικά εργαλεία και τη συναισθηματική και ψυχική δομή της ύστερης μεταπολίτευσης να οικοδομήσουμε ένα νέο πρόταγμα. 
Τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν, μαζί με την παρασιτική ελληνική οικονομία κατέστρεψαν εν πολλοίς τον παλιό Έλληνα. 
Σήμερα, μέσα από τις αντιστάσεις που έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται, και μέσα από εκείνες που μέλλεται να έλθουν, θα πρέπει να οικοδομήσουμε τον καινούργιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου