ΜΕ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝ. ΘΡΑΚΗ, ΤΗΝ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, ΤΗΝ ΛΑΪΣΤΑ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΙΑΤΙΣΤΑ
Υπάρχουν στοιχεία ύπαρξης του από το 1691Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος
Σώστης: Το χωριό αυτό εμφανίζεται τα παλιά χρόνια στις αναφορές που έχουμε γι' αυτό ως Susigiri Koy > Susuru Koy > Σουσουρκιοΐ. Ο τόπος Σουσουρ - Κιοϊ ερμηνεύτηκε ως "βουβαλοχώρι", su = νερό και sigir = βόδι.
Το 1691 ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή τον αναφέρει ως Susigirligi. Το 1903 στα βακουφικά έγγραφα της Αδριανούπολης εμφανίζεται ως Susigiri και το 1907 σε Αυστριακό χάρτη του Καισαρικού Βασιλικού Ινστιτούτου της Βιέννης ο Σώστης κάνει γνωστή την ύπαρξή του με την οθωμανική του ονομασία Σουσκουρκιοϊ.
Η παρουσία των Ελλήνων όμως στην περιοχή ήταν προγενέστερη σε σχέση με τους Οθωμανούς άρα και τα ελληνικά τοπωνύμια, θα προηγούνταν χρονικά. Έτσι η πρώτη ονομασία του χωριού από τα βάθη των αιώνων ήταν η Βαλαριά - Βουβαλαριά, δηλαδή ο τόπος που συγκεντρώνονταν ή έβοσκαν τα βουβάλια. Ερχόμενοι οι Οθωμανοί μετέφρασαν το βουβαλαριά σε Σουσουρκιοϊ. Άγνωστο πάντως γιατί το 1920 του δόθηκε το όνομα Σώστης.
Ο ιατρός της Μαρώνειας Μ. Μελίρρυτος στην περιγραφή της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Μητρόπολης Μαρωνείας το 1871, μας ενημερώνει, Σουσούρκιοϊ: Κατοικείται από 36 οικογένειες χριστιανών, πλησίον του ανωτέρω, μετ' εκκλησίας. Επίσης μας αναφέρει ότι οι κάτοικοι του όπως και από άλλα κοντινά χωριά συνεκκλησιάζονται στις εκκλησίες των δύο οικισμών του Φατήρ - Γιακά (τσιφλίκι με 15 χριστιανικές οικογένειες που βρισκόταν στη θέση του Αμπελουργικού Σταθμού στην Αίγειρο) και στον οικισμό του Κιρ-Τσιφλίκ που κατοικούνταν από 10 χριστιανικές οικογένειες (ανάμεσα στο Παλλάδιο και Ν. Καλλίστη).
Το 1867 η κυβέρνηση της Ελλάδος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο έδωσαν την εντολή στους εύπορους Έλληνες της Μακεδονίας και της Θράκης να αγοράσουν όσο το δυνατόν περισσότερα αγροκτήματα για να μην περιέλθουν στα χέρια των Πανσλαβιστών και επεκταθούν οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι σ' αυτά τα μέρη.
Μεταξύ των άλλων Ελλήνων που αγόρασαν εκτάσεις γης στην Ροδόπη ήταν και ο πρόκριτος Λάμπρος Κομνηνός που αγόρασε αγρόκτημα πολλών στρεμμάτων στον Σώστη. Γιος του ήταν ο Σοφοκλής Κομνηνός 1884-1952 διδάσκαλος απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής και δήμαρχος Κομοτηναίων από το 1928 μέχρι το 1934. Στον Σώστη απέναντι από το καφενείο του Παπαζήση ήταν η θερινή κατοικία των Κομνηνών που εκεί διέμεναν και τα αδέλφια του Σοφοκλή, όλοι ανύπαντροι, ο Κωνσταντίνος σπούδασε Ανωτάτη Εμπορική στην Κωνσταντινούπολη και η αδελφή τους Αντιγόνη. Λόγω οικονομικών δυσκολιών το τιφλίκι πουλήθηκε σιγά - σιγά και το σπίτι χαρίστηκε στο βαφτιστήρι τους. Στη θέση του σήμερα δεν υπάρχει τίποτα.
Το 1884 ο Σώστης είχε 175 ελληνορθόδοξους μαθητές. Το σχολείο του Σώστη όπως και τα άλλα ελληνορθόδοξα σχολεία στο Σαντζάκι Γκιουμουλτζίνας λειτουργούσαν χάρι στο ενδιαφέρον του μητροπολίτου Μαρωνείας, δημογερόντων της εποχής εκείνης καθώς επίσης και με την οικονομική και υλικοτεχνική συμμετοχή συλλόγων της Αδριανούπολης, της Φιλιππούπολης, της Κωνστατινούπολης στις μηνιαίες μισθοδοτήσεις των διδασκάλων.
Στο χωριό μέχρι την μικρασιατική καταστροφή του 1922 κατοικούσαν μουσουλμάνοι και 50 οικογένειες ντόπιων Ελλήνων χριστιανών. Το 1922 εγκαταστάθηκαν και πρόσφυγες που ήλθαν από χωριά της Προύσας Μικράς Ασίας και Ανατολικοθρακιώτες από την Ραιδεστό, την Αρκαδιούπολη, την Μηδεία, την Βιζύη, το Τσακλί και τον Αη Γιώργη.
Κάποια στιγμή εγκαταστάθηκαν στο χωριό και οι Κιπτοί όπως και Πομάκοι που ήλθαν από μικρούς οικισμούς του Παπικίου Όρους.
Κάποια στιγμή εγκαταστάθηκαν στο χωριό και οι Κιπτοί όπως και Πομάκοι που ήλθαν από μικρούς οικισμούς του Παπικίου Όρους.
Η ιστορία των Πομάκων αυτών είναι γνωστή από την βίαιη αλλαγή της πίστης τους.
Γύρω στο 1922 ήλθαν και εγκαταστάθηκαν και 4 οικογένειες από την Λάιστα της Ηπείρου, ήταν του Παπαζήση, του Νικολαΐδη, του Γητογιάννη και του Δρίσκα. Δύο οικογένειες μετά το 1940 ήλθαν από τα Σιάτιστα, οι Καλογερόπουλοι. Επίσης και δύο οικογένειες από την περιοχή του Κιλκίς του Μποζίνη και του Βιλίνη.
Καταγωγή των ντόπιων: Οι ντόπιοι κάτοικοι του Σώστη ισχυρίζονται ότι προέρχονται από την Αρχαία Αναστασιούπολη και τον Ίασμο. Όπως μάλιστα διηγούνται οι παλαιοί είναι τόσο παλιά η καταγωγή τους που παίρνανε νύφες και από τον εγκαταλειμμένο Βυζάντιο οικισμό που βρίσκεται πάνω από τον Πολύανθο και οι μουσουλμάνοι τον ονομάζουν "Αλάν".
Η ελληνική προφορά των ντόπιων Ελλήνων του Σώστη δεν έμοιαζε με των γύρω χωριών και κάνανε νύφες και γαμπρούς περισσότερο από την Γρατινή.
Η ελληνική προφορά των ντόπιων Ελλήνων του Σώστη δεν έμοιαζε με των γύρω χωριών και κάνανε νύφες και γαμπρούς περισσότερο από την Γρατινή.
Ενδυμασία των ντόπιων: Ήταν ίδια με την ενδυμασία του Ιάσμου και της Σάλπης. Οι άνδρες φορούσαν ποτούρια καφέ χρώματος, γιλέκο μαύρο κεντημένο, σακάκι μαύρο (τζαμαντάνι) με σχέδια γαϊτάνια. Τσαρούχια από δέρμα ζώου, ζωνάρι χρώματος σκούρο βυσσινί. Οι γυναίκες μαντήλα κεντημένη σκούρου χρώματος, φουστάνι συνήθως μαύρου χώματος ολόσωμο, στις άκρες κεντημένου με δαντέλα ανοιχτού χρώματος. Ζώνη μαύρη κεντητή η οποία έκλεινε με μεταλλικές μπρούτζινες πόρπες με ανάγλυφες παραστάσεις.
Πάνω από το ολόσωμο φουστάνι φορούσαν το λεγόμενο κοντογούνι που στις άκρες ήταν διακοσμημένο με χρυσοκέντητα σιρίτια, για κάλτσες φορούσαν χειροποίητες βαμβακερές ή μάλλινες. Στο λαιμό είχαν χρυσά φλουριά ραμμένα με χρυσή κλωστή. Και χρυσά σκουλαρίκια με πολλά σχέδια. Όλες είχαν δύο μεγάλες πλεξούδες στα μαλλιά τους που στο τέλος ήταν δεμένες με φιογκάκι, ορισμένες εκεί είχαν περασμένο ένα φλουράκι. Για παπούτσια καθημερινά είχαν τις λεγόμενες γαλότσες, για επίσημα είχαν τα δετά παπούτσια αγοραστά από τον τσαγκάρη.
Ντόπιοι άρχοντες που μέχρι το τέλος της ζωής τους φορούσαν τα παραδοσιακά ρούχα τους, ήταν ο Μιχαλάκης, ο Στραυριτσίκις, ο Καρά Αντώνης, ο Νταή Λάμπρος Πούλλιος και άλλοι.
Οι πρόσφυγες όταν πρωτοήλθαν φιλοξενήθηκαν αρχικά σε σπίτια μουσουλμάνων, γι' αυτό όλα τα χρόνια μέχρι και σήμερα υπάρχει ο αλληλοσεβασμός και η φιλία μεταξύ τους. Αργότερα εγκαταστάθηκαν από την Ε.Α.Π. στη νότια πλευρά του χωριού στο τσιφλίκι του Οσμάν Αγά. Αυτός ήταν κάτοχος ενός τσιφλικιού περίπου 700 στρεμμάτων και έφτανε μέχρι έξω από την Μελέτη.
Στα οικόπεδα έχτιζαν με ένα συγκεκριμένο σχέδιο και με πέτρες που κουβαλούσαν από το ποτάμι με τις βοϊδάμαξες βοηθώντας ο ένας τον άλλον, μια κουζίνα, ένα υπνοδωμάτιο και ακόμα ένα μικρό δωμάτιο. Τουαλέτες υπήρχαν στην άκρη του οικοπέδου, ένας λάκκος με ένα μικρό φράχτη. Δίπλα στα σπίτια φτιάξανε και τους στάβλους και ένα ξυλόφουρνο. Στην αρχή έπαιρναν νερό από το "καβάκι πηγή" που ανέβλυζε θολό κοντά στην Μελέτη. Αργότερα σε κάθε σπίτι έφτιαξαν και από ένα πετρόκτιστο πηγάδι φτιαγμένο εξωτερικά από ένα είδος ελαφρόπετρας. Από πάνω υπήρχε το μαγκανοπήγαδο που έβγαζαν νερό με τον κουβά με ένα σχοινί, ήταν δροσερό το καλοκαίρι και χλιαρό τον χειμώνα. Τέτοια πηγάδια είχαν και τα σπίτια των ντόπιων. Κάποτε στο πηγάδι που ήταν στην αυλή της κοινότητας, δύο άνθρωποι έχασαν την ζωή τους από αναθυμιάσεις προσπαθώντας να το καθαρίσουν.
Οι ντόπιοι στην αρχή αποκαλούσαν τους πρόσφυγες Καμπακτσήδες γιατί τρώγανε πολλά κολοκύθια, όπως και "ματζίρ" (πρόσφυγας). Όταν άρχισαν οι γάμοι μεταξύ τους μετά από χρόνια σταμάτησαν και η υποτιμητική συμπεριφορά εκ μέρους των ντόπιων.
Όλοι οι κάτοικοι ασχολούνταν με την καπνοκαλλιέργεια που υπήρχε και πολύ μεγάλη εκμετάλλευση από τους καπνομεσίτες και εμπόρους.
Άλλη ασχολία τους ήταν τα αμπέλια, είχαν ντόπιες ρίζες, το μαυρούτι και τα παμίτια, επίσης και μια ποικιλία λευκού σταφυλιού που τα κάνανε τουρσί. Με τα σταφύλια για τον χειμώνα ετοίμαζαν τα ρετσέλια και το πετιμέζι. Επίσης έσπερναν και ζαχαροκάλαμα. Το φθινόπωρο οι γυναίκες ετοίμαζαν και διάφορα είδη τραχανά.
Όσοι ασχολούνταν με τα λαχανικά τα πότιζαν από το πηγάδι που η άντληση του νερού γινόταν από ένα άλογο που γυρνούσε γύρω - γύρω περιστρέφοντας μέσα στο πηγάδι κάθετα έναν τροχό που στις ακτίνες του είχε μικρά δοχεία, αυτά γυρνώντας γέμιζαν νερό από το πηγάδι και το άδειαζαν ένα - ένα στα χαντάκια με τα λαχανικά. Οι χωρικοί από βραδύς φόρτωναν τα λαχανικά στα κάρα και περνώντας δίπλα από την Μαξιμιανούπολη από τον παλιό δρόμο έφταναν στην Κομοτηνή το πρωί αφού κοιμόνταν κοντά στο πέμπτο χιλιόμετρο.
Τα σιτηρά τα έσπερναν αφού όργωναν τα χωράφια με τα ζώα. Αλώνιζαν με την παραδοσιακή "δουγάνα", ήταν μια μεγάλη βαριά σανίδα που είχε μπιγμένη γερά πετραδάκια, τρίβοντας την "δουγάνα" το άλογο πάνω από το σιτάρι αυτό αποφλοιωνόταν.
Μετά την "δουγάνα" ήλθε η πατόζα που την "τάιζαν" με τα δεμάτια σταριού, οπότε η πατόζα έβαζε αλλού το σιτάρι και αλλού τα άχυρα. Τα αλώνια ήταν στην σημερινή θέση του γηπέδου.
Έξω από το χωριό υπήρχαν και δύο νερόμυλοι δίπλα στο ποτάμι σήμερα μόνο τα μισοσκαμμένα θεμέλια από τους "χρυσοθήρες" υπάρχουν.
Όταν κατέβαζε νερό το ποτάμι ορισμένοι χωρικοί με κοφίνια πιάνανε ψάρια και τα φέρνανε στο χωριό όπου έτρεχαν οι νοικοκυρές και αγόραζαν αυτήν την φτηνή και σπάνια τροφή. Πάνω από το χωριό υπήρχαν καμίνια, όπου γινόταν η επεξεργασία ειδικών ξύλων που αγόραζε ο βαρελοποιός της Κομοτηνής Βαρελάς Γεώργιος και ο πατέρας του Χρήστος για να φτιάξουν τα βαρέλια τους. Αυτά όλα καθημερινά τα φόρτωναν σε καραβάνια από 20-30 καμήλες που με οδηγό ένα γαϊδουράκι τα μετέφεραν στην Κομοτηνή.
Στα βουνά πάνω από το χωριό όλα τα χρόνια κυνηγούσαν και κυνηγούν μέχρι και σήμερα οι χωρικοί αγιογούρουνα.
Έθιμα: Τα Θεοφάνεια όλοι κρατούσαν από ένα εικόνισμα της εκκλησίας και πήγαιναν στο σιντριβάνι όπου άκουγαν γονατισμένοι μέσα στα χώματα και τα χαλίκια από τον ιερέα το "Εν Ιορδάνη". Τότε όλα τα εικονίσματα έπρεπε να βραχούν, να αγιασθούν. Ακολούθως τα επανατοποθετούσαν στην Εκκλησία.
Έθιμα: Τα Θεοφάνεια όλοι κρατούσαν από ένα εικόνισμα της εκκλησίας και πήγαιναν στο σιντριβάνι όπου άκουγαν γονατισμένοι μέσα στα χώματα και τα χαλίκια από τον ιερέα το "Εν Ιορδάνη". Τότε όλα τα εικονίσματα έπρεπε να βραχούν, να αγιασθούν. Ακολούθως τα επανατοποθετούσαν στην Εκκλησία.
Το προσκλητήριο για τους γάμους γινόταν με ένα ματσάκι κλαδιών ελιάς που ήταν στολισμένο με "χρυσόσυρμα".
Την Κυριακή της Αποκριάς οι νέοι ντυνόταν καρναβάλια και πήγαιναν στα σπίτια των γεροντοτέρων για να τους συναντήσουν και να ζητήσουν την συγχώρεσή τους.
Δίπλα στην πλατεία στον δρόμο οι νέοι και οι νέες κάνανε την λεγόμενη "βόλτα" όπου γινόταν και τα περισσότερα συνοικέσια. Όσοι χωρικοί είχαν κάποια οικονομική ευχέρεια ειδικά οι γυναίκες πήγαιναν στην Κομοτηνή στο χαμάμ για λουτρό, εκεί που βρίσκεται σήμερα το ΚΑΠΗ.
Η αγορά των προϊόντων γινόταν από το μοναδικό παντοπωλείο του χωριού. Τρία αβγά ισοδυναμούσαν με "τρεις σταγόνες λάδι".
Τέλος 1ου μέρους (η συνέχεια θα δημοσιευτεί το επόμενο Σάββατο στον «Χ»)
Πηγές
Αναστασία Μαυρίδου, ερευνήτρια κοινωνιολόγος
Παναγιώτης Πασμακλής
Χριστόδουλος Κασάπης
Παναγιώτης Κυρανούδης, Τουρκικά οικωνύμια
από την Θράκη
Θρακικός Ηλεκτρονικός Θησαυρός
Περί ευθύνης: Τo
sv7bot.blogspot.gr δημοσιεύει κάθε
σχόλιο. Θεωρούμε ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις
απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, και
διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου
τα εντοπίζουμε. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών,
επικοινωνήστε μέσω e-mail έτσι ώστε να αφαιρεθεί. Σχόλια που θα υποπέσουν στην
αντίληψή μας, με αναφορές σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, emails, υβριστικά ή
συκοφαντικά,θα αφαιρούνται.