Δεν είναι ασυνήθιστο, ειδικά στην Ελλάδα, να διαμαρτυρόμαστε για το δίκιο που δεν μας αναγνωρίζουν στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα να αναπτύσσουμε ένα ιδιότυπο «σύνδρομο καταδίωξης» το οποίο μας κατατρύχει δυσχεραίνοντας περαιτέρω την επικοινωνία με φίλους, εταίρους και συμμάχους.
Το πρόβλημα το αντιμετωπίζουμε για μια ακόμη φορά στην υπόθεση της οικονομικής κρίσης, όπου η χώρα καλείται να υπερβεί βαθιά ριζωμένα στερεότυπα, αυτά του «τεμπέλη και φυγόπονου», του «καλοπερασάκια» και του Έλληνα που βολευόταν τόσα χρόνια «να πληρώνουν οι νοικοκύρηδες του βορρά για να τα τρώνε σε… ασωτίες οι λαοί του νότου».
Δεν χρειάζεται καν να επιχειρηματολογήσουμε για το πόσο παραμορφωτικό της πραγματικότητας είναι αυτή η στερεοτυπική πεποίθηση για τον μέσο Έλληνα εργαζόμενο, ιδιαίτερα αυτόν του ιδιωτικού τομέα. Τα στοιχεία της μελέτης του ΟΟΣΑ που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι αποκαλυπτικά. Μόνο οι Νοτιοκορεάτες και οι Χιλιανοί εργάζονται πιο σκληρά από τους Έλληνες και αυτό για δυο μόλις ώρες διαφορά στον κατάλογο με τις 34 χώρες-μέλη…
Ο μέσος Έλληνας εργαζόμενος στη δουλειά του 2.017 ώρες ετησίως, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στην Ευρώπη. Ο μέσος όρος είναι η… 15η θέση, την οποία καταλαμβάνει η Ιαπωνία! Στον πάτο ποιοι βρίσκονται; Έκπληξη! Στην 33η θέση είναι η Γερμανία και στην 34η θέση άλλος ένας εταίρος – κατήγορος, η Ολλανδία.
Δεν είναι όμως αυτό το αντικείμενο του σημερινού μας σχολίου. Με βάση τα ανωτέρω στατιστικά, πρώτον, είναι εντελώς παράδοξο το ότι η Ελλάδα είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένη και δεύτερον, δεν είναι δυνατόν να μη βρίσκουμε ευήκοα ώτα να καταθέσουμε τις ενστάσεις μας…
Οι ερμηνείες αυτής της απαράδεκτης κατάστασης αυτής είναι δύο: Αφενός, το επικοινωνιακό πρόβλημα της χώρας είναι δεδομένο και για κάποιον λόγο που θα εξηγήσουμε, το φιλο-ευρωπαϊκό μήνυμα που εκπέμπουμε με τη μαζική απαίτηση για την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη δεν γίνεται αντιληπτό. Αφετέρου, υπάρχει και ένα πραγματικό ζήτημα με τις ώρες εργασίας που θα πρέπει να μας προβληματίσει εάν επιθυμούμε η επόμενη ημέρα να είναι καλύτερη από την προηγούμενη.
Ξεκινάμε από το δεύτερο. Το πραγματικό ζήτημα που θα έθετε ο οποιοσδήποτε καλόπιστος παρατηρητής αφορά στο ακόλουθο ερώτημα: Ακόμη κι αν δεχθεί κανείς τα στοιχεία του ΟΟΣΑ θα θέσει θέμα του τι κάνουμε όλες αυτές τις ώρες που εργαζόμαστε. Διότι το να λέμε στη δημόσια συζήτηση ότι «η χώρα δεν παράγει τίποτα» αποτελεί προφανώς ένα ακόμα νεοελληνικό παράδοξο. Εν ολίγοις, εάν η χώρα διέθετε οργάνωση και «σύστημα», τόσες ώρες εργασίας, αν μη τι άλλο θα διασφάλιζαν ότι δεν θα είχαμε βρεθεί στην παρούσα δεινή θέση. Κατά συνέπεια, δεν χρειάζεται πολύ φιλοσοφία να αντιληφθούμε ότι λύση άλλη πέραν του να διορθώσουμε το «σύστημα» απλώς δεν υπάρχει. Είτε αυτό αρέσει είτε όχι σε ορισμένους.
Πάμε όμως και στο πρώτο που κατά τη γνώμη μας είναι και το πιο κρίσιμο: Το επικοινωνιακό πρόβλημα της χώρας μας που δεν της επιτρέπει να οικοδομήσει συμμαχίες, με αποτέλεσμα η κατάσταση να έχει πολωθεί απελπιστικά με τον αντίκτυπο να πλήττει βάναυσα ήδη τις διεθνείς αγορές απειλώντας πλέον και τη σταθερότητα της διεθνούς οικονομίας.
Ας δούμε λοιπόν το επικοινωνιακό μήνυμα που εκπέμπουμε στο διεθνές περιβάλλον συμπυκνωμένο στην ακόλουθη φράση – σύνθημα: «Υπέρ της ΕΕ και του ευρώ, κατά του Μνημονίου». Ας προσπαθήσουμε να τοποθετηθούμε στη θέση του μέσου Βορειοευρωπαίου και να επιχειρήσουμε να το δούμε με τα δικά του μάτια. Είναι λογικό συμπέρασμα ότι οι αρνητικές στερεοτυπικές πεποιθήσεις επηρεάζουν την εικόνα μας στο εξωτερικό; Η απάντηση κατά τη γνώμη μας είναι «προφανώς ναι».
Εφόσον ισχύει η ανωτέρω παραδοχή τι αντιλαμβάνεται ο Βορειοευρωπαίος όταν ακούει ότι οι Έλληνες είναι «υπέρ της ΕΕ και του ευρώ, κατά του Μνημονίου»; Δεδομένων των στρεβλώσεων που περιγράψαμε, αντιλαμβάνεται ότι «οι τεμπέληδες Έλληνες» είναι λογικό να είναι υπέρ της ΕΕ και του ευρώ, αφού αυτά τα δύο τους εξασφάλισαν μια άνευ προηγουμένου ευημερία η οποία όμως ήταν επίπλαστη και με δανεικά. Είναι κατά του μνημονίου διότι τους ζητά να πάρουν μέτρα και να αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Άρα, ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΑΛΛΑΞΕΙ ΣΕ ΤΙΠΟΤΕ…
Το συμπέρασμα είναι απλό. Το μήνυμα που προσπαθεί να στείλει ο πολιτικός κόσμος της χώρας ότι δεν υπάρχει περιθώριο για άλλες περικοπές, διότι πλέον τίθεται θέμα φυσικής επιβίωσης μεγάλου αριθμού πολιτών, δεν φθάνει στους επιθυμητούς αποδέκτες, ή απλά δεν γίνεται πιστευτό. Τις πταίει; Τι πρέπει να γίνει; Πως να περάσουμε υπ’ αυτές τις συνθήκες το μήνυμα ότι δεν ζητούμε «επαναδιαπραγμάτευση» λόγω… τεμπελιάς, αλλά λόγω απολύτου αδυναμίας να ανταποκριθούμε;
Σίγουρα, το να ακούνε για νέες προσλήψεις στο υπερτροφικό δημόσιο, δεν μας βοηθάει, ούτε για κρατικοποίηση των πάντων, αφού στέλνουν το ίδιο μήνυμα, ότι εμμένουμε στο ίδιο μοντέλο που μας χρεοκόπησε. Θα κάνουμε τίποτα για να αλλάξουμε την τύχη μας ή θα συνεχίσουμε τον ίδιο δρόμο που οδηγεί στη σύγκρουση και την αμοιβαία καταστροφή;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου