Η κρίση χρέους των δυτικών χωρών ξεκίνησε από τις ΗΠΑ το 2008 με τη χρεοκοπία της αμερικάνικής τράπεζας Lehman brothers. Από τότε η κεντρική εκδοτική τράπεζα των ΗΠΑ (FED) «κόβει» αφειδώς πληθωρικό δολάριο, προκειμένου η αμερικανική κυβέρνηση να χρηματοδοτεί τις καταρρέουσες τράπεζές τους (που τις εγκαταλείπουν στην τύχη τους οι πάμπλουτοι τραπεζίτες τους), καθώς και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις τους. Έτσι το χρέος των ΗΠΑ εκτοξεύτηκε αλλά αυτό δεν τους δημιουργεί πρόβλημα, επειδή το δολάριο το στηρίζουν υποχρεωτικά όλες οι χώρες που το κατέχουν (ως το κατ΄ εξοχήν παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα), για να διατηρούν σταθερά τα αποθεματικά τους κεφάλαια. Έτσι οι ΗΠΑ, χώρα άκρως ελλειμματική, διατηρείται ως υπερδύναμη, «πουλώντας» δολάρια.
Η αναπόφευκτη υποτίμηση του πληθωρικού δολαρίου έστρεψε τις οικονομικά αναδυόμενες χώρες (Κινα, Ινδία, Βραζιλία κ.λπ.) και ορισμένες πετρελαιοπαραγωγές (Ιράν, Βενεζουέλα κ.λπ.) προς το ανατιμημένο ευρώ για μέρος των αποθεματικών τους. Εξοστρακισμός του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος θα σήμαινε για τις ΗΠΑ απώλεια του ρόλου τους ως υπερδύναμης. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον ακήρυκτο πόλεμο που εξαπέλυσαν οι ΗΠΑ κατά του ευρώ και της Γερμανίας. Οι ΗΠΑ φοβούνται επίσης τις παραδοσιακές ρωσογερμανικές σχέσεις, που έχουν αναβαθμισθεί τα τελευταία χρόνια με την ενέργεια και τα κοινά αναπτυξιακά σχέδια σε ευρωπαϊκές χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού.
Αξιοποιώντας τα κερδοσκοπικά κεφάλαια (δηλ. τα τραπεζικά και χρηματιστηριακά υπερκέρδη, που μεταφέρθηκαν σε ομίλους κερδοσκοπικών κεφαλαίων και αναζητούν νέα υψηλά κέρδη) που δρουν ανεξέλεγκτα και αποκαλούνται κατ’ ευφημισμό αγορές, καθώς και τους αμερικανικούς «οίκους» αξιολόγησης με τις υποβαθμίσεις τους, επέπεσαν κατά των ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης, εκτοξεύοντας στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού, προκαλώντας κρίση δανεισμού, που διογκώνει τα χρέη. Επωφελούνται από τη (γερμανικής έμπνευσης) παγκόσμια ιδιορρυθμία της ευρωζώνης να μην έχει κεντρική εκδοτική τράπεζα που να εγγυάται και να στηρίζει τη σταθερότητα του ευρώ από κερδοσκοπικές επιθέσεις.
Στόχος των ΗΠΑ δεν είναι η κατάρρευση του ευρώ, αλλά η δραστική υποτίμησή του, ώστε να καταστεί αδύναμο και να μην αποτελεί πλέον εναλλακτικό αποθεματικό νόμισμα, να υπάρχει μόνο για συναλλαγές εντός της ευρωζώνης. Αυτό θα συμβεί αν υποχρεωθεί η Γερμανία να υποκύψει στην έκδοση ευρωομολόγων από την Ε.Κ.Τ., δηλ. να «κόψει» πληθωρικό ευρώ, κάτι που ως τώρα αρνείται πεισματικά.
Η Γερμανία
Οι ΗΠΑ, θέλοντας να μην επαναληφθεί το ιστορικό ανάλογο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο, ήθελαν την ενσωμάτωση της ηττημένης και διαιρεμένης τότε Γερμανίας στο δυτικό στρατόπεδο. Για το λόγο αυτό επέβαλαν σε πολλές χώρες, όπως η Ελλάδα, που είχαν καταστραφεί από τη γερμανική κατοχή, να μην πληρωθούν πολεμικές επανορθώσεις ή άλλες διεκδικήσεις από τη Γερμανία με διάφορες προφάσεις. Ετσι η Δυτική, κυρίως, Γερμανία, αφού «κουρεύτηκαν» δραστικά τα χρέη και οι υποχρεώσεις της και με τη βοήθεια του αμερικανικού σχεδίου Μάρσαλ, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη με γρήγορη ανασύσταση της παραγωγικής της δομής.
Μετά την Ε.Κ.Α.Χ. το 1951, την Ε.Ο.Κ. το 1957, την επανένωσή της το 1990 και την Ε.Ε. το 1992 απέκτησε κυρίαρχη οικονομική θέση στον ευρωπαϊκό χώρο. Με την εισαγωγή του ευρώ το 1999, που η ίδια επιδίωξε, επωφελήθηκε στο έπακρο από τη ραγδαία αύξηση των πλεονασμάτων της, που οφειλόταν στο σταθερό ενιαίο νόμισμα και στη μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, δηλ. στη μεγάλη περικοπή μισθών, συντάξεων και αμοιβών και στην καθιέρωση ελαστικών εργασιακών σχέσεων. Μείωσε δηλ. το εργατικό κόστος παραγωγής και περιόρισε δραστικά την αγοραστική δύναμη των Γερμανών. Έτσι τα γερμανικά προϊόντα έγιναν πιο ανταγωνιστικά, αυξάνοντας τις εξαγωγές, ενώ παράλληλα μειώθηκαν οι εισαγωγές. Ακόμη και φέτος με την κρίση τα εμπορικά της πλεονάσματα κυμαίνονται από 12 έως 15 δισ. το μήνα, ένα μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από τις ελλειμματικές χώρες της ευρωζώνης, δηλ. τα πλεονάσματά της είναι τα ελλείμματα των άλλων χωρών (μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας).
Με τα πλεονάσματα οι γερμανικές, κυρίως, τράπεζες δάνειζαν χαμηλότοκα αφειδώς τις λιγότερο παραγωγικές χώρες της ευρωζώνης. Έτσι στις χώρες αυτές πουλούσαν και τα γερμανικά προϊόντα, πολλές φορές διαφθείροντας με μίζες, και κέρδιζαν και από τα επιτόκια των δανείων τους. Η επιδίωξή της το ευρώ να υποσκελίσει το δολάριο, δηλ. οι συναλλαγές του πετρελαίου και των ομολόγων να γίνονται σε ευρώ από τα γερμανικά πλεονάσματα, κυρίως, ήταν το μοιραίο λάθος της.
H κρίση
Η κρίση δανεισμού και χρέους λόγω της οικονομικής κρίσης και του ευρώ, ανεξάρτητα από τις αμερικανικές επιδίωξεις, αργά ή γρήγορα θα εκδηλωνόταν, επειδή οι χώρες της ευρωζώνης μόνο με δανεισμό χρηματοδοτούν μέρος των αναγκών τους. Έτσι οι ελλειμματικές χώρες υποχρεώνονται να πληρώνουν όλο και υψηλότερα επιτόκια και, συνεπώς, και τοκοχρεολύσια, που αυξάνουν ραγδαία τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα και εκτοξεύουν το δημόσιο χρέος τους.
Το «σκληρό» ευρώ δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της παραγωγής μιας χώρας, όταν το κόστος των προϊόντων της σε ευρώ είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό π.χ. των αντίστοιχών γερμανικών. Ούτε επιτρέπεται, λόγω των κανόνων της Ε.Ε. («ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός») και της Ο.Ν.Ε., να τη χρηματοδοτήσει και να την ενισχύσει, προκειμένου να καταπολεμήσει την ανεργία, τη μείωση των δημοσίων εσόδων, των ασφαλιστικών εισφορών, των κοινωνικών δαπανών και την αύξηση των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού, υγειονομικού, εκπαιδευτικού κ.λπ. τομέα. Όμως επιτρέπεται η χρηματοδότηση των τραπεζών παρά τους κανόνες. Με το ευρώ και την Ε.Ε. καταδικάζονται χώρες να μην παράγουν και να δανείζονται συνεχώς.
Αντίθετα, αν οι ελλειμματικές χώρες μπορούσαν να υποτιμήσουν το εθνικό τους νόμισμα και να χρηματοδοτήσουν την παραγωγή τους, εκτός φυσικά της Ε.Ε., θα είχαν λύσει πολλά από τα προβλήματα που ταλανίζουν τους λαούς τους και κυρίως θα είχαν την εθνική τους αξιοπρέπεια και τη δημοκρατία τους. Το ευρώ και η Ε.Ε. είναι τα δεσμά τους. Όμως οι άρχουσες ελίτ τους, που διασφαλίζουν την κυριαρχία και τον προσπορισμό τους μόνο μέσα στην Ε.Ε., τους κρατούν δέσμιους και τους υποχρεώνουν σε αδιέξοδη αιματηρή λιτότητα με όλα τα μέσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου