Παρά τη μείωση του αριθμού των αγροτών που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια, η συμβολή του αγροτικού τομέα παραμένει ισχυρή στην οικονομία της χώρας μας, ενώ ελπίδες δημιουργεί το γεγονός ότι αυξάνουν οι νέοι που δραστηριοποιούνται στον πρωτογενή τομέα. Σύμφωνα με στοιχεία της έρευνας που πραγματοποίησε για το ΙΣΤΑΜΕ η ερευνήτρια Μαρία Καλοφώνου, εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά του αγροτικού τομέα της χώρας μας σε σχέση με εκείνα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποδεικνύεται ότι παρά το κοινώς νομιζόμενο, υπάρχουν οι προϋποθέσεις για να διαδραματίσουν οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι ενεργότερο ρόλο στη δημιουργία ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου για τη χώρα.
Οι τάσεις δείχνουν ότι τα τελευταία χρόνια αλλάζει η σύνθεση του αγροτικού πληθυσμού, καθώς μπορεί να έχουμε λιγότερους αγρότες, αλλά το «μείγμα» των ηλικιών βελτιώνεται προς όφελος των νέων απασχολουμένων. Ήδη το ποσοστό των νέων αγροτών στη χώρα μας βρίσκεται πάνω από το μέσο όρο της Ε.Ε. των 27.
Οι αγρότες κάτω από 35 χρόνων ξεπερνούν το 7% του συνόλου των απασχολουμένων στη γεωργία. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat κατά τη δεκαετία του 2000-2009, σε όλη την Ευρώπη παρατηρήθηκε μείωση των απασχολουμένων στη γεωργία, ωστόσο η μείωση στην Ελλάδα ήταν σημαντικά μικρότερη.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού αποτελεί σήμερα ένα από τα βασικότερα προβλήματα της ελληνικής γεωργίας. Το γεγονός της προχωρημένης ηλικίας του συνόλου των γεωργών στη χώρα μας, αποτελεί τροχοπέδη για τη διάχυση τεχνογνωσίας, την υιοθέτηση νέων πρακτικών, την εφαρμογή καινοτομιών και την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες στη διεθνή αγορά των γεωργικών προϊόντων.
Πιο αναλυτικά, στην Ελλάδα το ποσοστό των απασχολούμενων στη γεωργία μειώθηκε κατά 40,5% (από 23,9% το 1990 σε 17% το 2000), ποσοστό περίπου ίσο με αυτό της δεκαετίας του ’60 – μια περίοδο έντονης μείωσης του αγροτικού πληθυσμού και των απασχολούμενων στον αγροτικό τομέα λόγω της μετανάστευσης. Σχετικά με την ηλικιακή διάρθρωση των κατοίκων στις αγροτικές περιοχές, τα στοιχεία δείχνουν ότι το 18,74% στις κυρίως αγροτικές περιοχές και το 16,7% στις ενδιάμεσες αγροτικές, έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 65 ετών. Ο αντίστοιχος δείκτης για τις αστικές περιοχές είναι 15,9%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της πρώην ΕΣΥΕ (Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας), το ποσοστό των απασχολούμενων στον αγροτικό τομέα στις κυρίως αγροτικές περιοχές, ανέρχεται σε 29,3%. Όσον αφορά στην αναλογία των νέων που εισέρχεται στην αγορά εργασίας σε σχέση με τους γηραιότερους που αποχωρούν, στις κυρίως αγροτικές περιοχές διαμορφώνεται σε 1,02, ενώ στις αστικές περιοχές σε 0,94. Στοιχεία του 1997 του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, για το επίπεδο μόρφωσης στον πρωτογενή τομέα, δείχνουν ότι το 69,5% έχει απολυτήριο Δημοτικού, το 10,2% έχει τελειώσει μερικές τάξεις του Δημοτικού, το 4,1% δεν πήγε καθόλου σχολείο, το 7,6% έχει απολυτήριο τριών τάξεων της Μέσης Εκπαίδευσης, το 7,4% έχει απολυτήριο Μέσης Εκπαίδευσης, το 0,7% έχει πτυχίο Ανώτερης Σχολής και μόλις το 0,5% έχει πτυχίο Ανωτάτων Σχολών.
Εντονότατο είναι το πρόβλημα της «διαδοχής», αφού η αναλογία των γεωργών ηλικίας μικρότερης των35 ετών, έναντι των γεωργών ηλικίας άνω των 55 ετών, βρίσκεται στο 0,13, αντικατοπτρίζοντας εύλογα το πρόβλημα γήρανσης, σε μια περίοδο που η γνώση αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανταγωνιστικότητα του πρωτογενούς τομέα.
Στο 4,6% του ΑΕΠ
Τα στοιχεία που παρουσιάζει η μελέτη της κ. Καλοφώνου αναφέρουν επίσης ότι ο αγροτικός τομέας συνεισφέρει πολύ περισσότερο στην ελληνική οικονομία απ’ ό,τι σε άλλες χώρες. Μετά τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τις χώρες της Βαλτικής, η Ελλάδα το 2010 είχε το μεγαλύτερο ποσοστό συνεισφοράς του αγροτικού τομέα σε τιμές παραγωγού στην οικονομία (4,6%) με βάση στοιχεία της Eurostat. Ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 27 ήταν το 2010 2,9%.
Τα αγροτικά προϊόντα συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση του ελληνικού εμπορικού ισοζυγίου. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι περίπου το 1/3 (27%) των ελληνικών εξαγωγών είναι αγροτικά προϊόντα, ενώ το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί περαιτέρω, καθώς τους τελευταίους έξι μήνες υπάρχει σημαντική αύξηση των εξαγωγών. Κυριότερες κατηγορίες προϊόντων που εξάγονται είναι φρούτα, λαχανικά και ελαιόλαδο. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του έτους 2009, οι βασικότεροι εξαγωγικοί μας εταίροι είναι η Ιταλία, η Γερμανία, η Τουρκία, η Βουλγαρία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Κύπρος, που απορροφούν περίπου το 50%.
Οι άλλες χώρες
Κατά την τελευταία δεκαετία, στις μεσογειακές χώρες η συμμετοχή του γεωργικού τομέα κινείται σε επίπεδα ανώτερα πάνω από αυτά της Ε.Ε. -27, κατά τι χαμηλότερα από της Ελλάδας. Στις νεοεισερχόμενες ώρες – όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία – η αγροτική παραγωγή συμμετέχει στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) σε ποσοστά άνω του 10%, παρά την κατά περίπου 50% μείωση που έχει υποστεί από το 2000. Αναφορικά με το σύνολο της αγροτικής οικονομίας της Ευρώπης των 27, οι χώρες με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή είναι η Γαλλία 18,5%, η Γερμανία 12,9%, η Ιταλία 12,6% και η Ισπανία 11%. Αντίθετα, τα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εμφανίζουν συμμετοχή κάτω του 1%. Η Ελλάδα συνεισφέρει το 2,9% της αγροτικής παραγωγής της Ε.Ε.
Κατά την περίοδο 2000-2009, η απασχόληση στον αγροτικό τομέα στις χώρες της Ε.Ε. – 27 μειώθηκε περίπου κατά 25% σύμφωνα με την Eurostat. Αυτό αντιστοιχεί σε 3,7 εκατ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Αντίστοιχα, στην Ε.Ε. – 15 η μείωση ανήλθε σε 17%, ενώ στα 12 νέα κράτη-μέλη που εντάχθηκαν στην Ε.Ε. μεταξύ 2004 και 2007 σε 31%. Τη μικρότερη μείωση 2,6% εμφάνισε η χώρα μας και τη μεγαλύτερη η Εσθονία 55%.
Το πραγματικό αγροτικό εισόδημα την ίδια χρονική περίοδο αυξήθηκε κατά μέσο όρο 5% στην Ε.Ε. – 27. Στην Ε.Ε. – 15 μειώθηκε κατά 10%, ενώ αυξήθηκε κατά 61%, στα δώδεκα νέα κράτη-μέλη.
Διαρθρωτικές αδυναμίες
Η ελληνική ύπαιθρος σήμερα χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη μικρού ή μεσαίου μεγέθους εκμεταλλεύσεων. Το μικρό μέγεθος και ο πολυτεμαχισμός του αγροτικού κλήρου της ελληνικής γεωργίας δυσχεραίνουν την ορθή και αποδοτική διαχείριση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Θεωρούνται σημαντικές αδυναμίες και έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους παραγωγής και τη μη δυνατότητα ωφέλειας από τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας.
Μια ακόμα ιδιαιτερότητα της ελληνικής γεωργίας που είναι σημαντικό να αναφερθεί είναι η αναλογία μεταξύ φυτικής και ζωικής παραγωγής. Στην Ελλάδα η αναλογία αυτή είναι 70 προς 30, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι 50 προς 50. Την ίδια στιγμή η χώρα μας εισάγει τεράστιες ποσότητες γαλακτοκομικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, για τις οποίες δαπανά ποσά περίπου ίσα με εκείνα που δαπανά για την εισαγωγή πετρελαίου! Το κύριο πρόβλημα όμως των Ελλήνων αγροτών είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της γεωργίας, ως αποτέλεσμα των εγχώριων διαρθρωτικών αδυναμιών, σε σχέση κυρίως με την παραγωγική και εμπορικής τους οργάνωση, την τεχνογνωσία κ.λπ.
Η «ταυτότητα» της ελληνικής γεωργίας
Σύμφωνα με έρευνα-καταγραφή της Eurostat (Farm Structure Survey) η διάρθρωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων στην Ελλάδα παρουσιάζει συνοπτικά την παρακάτω εικόνα:
- Συνολικός αριθμός εκμεταλλεύσεων: 860.200, που καλύπτουν 4 εκατ. εκτάρια χρησιμοποιούμενης γεωργικής γης.
- Το 2% παράγουν προϊόντα κυρίως για ιδία χρήση και 26% κυρίως για άμεση πώληση.
- Το 29% αυτών ασχολούνται με την καλλιέργεια ελιάς και 10% ειδικεύονται στον τομέα των σιτηρών, ελαιούχων σπόρων και πρωτεϊνούχων φυτών.
- Το 65% των αγροτικών εκτάσεων καλλιεργείται από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους.
- Το 29% των ιδιοκτητών είναι γυναίκες.
- Το 20% των ιδιοκτητών των εκμεταλλεύσεων ανέφεραν και άλλη προσοδοφόρο δραστηριότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου