“Το πρόβληµα το οποίο θεωρώ ως το πιο επείγον και πιο περίπλοκο από όλα τα προβλήµατα που αντιµετωπίζουµε, συνδέεται στενά µε την βασική πρότασή µου, τη διαµόρφωση µιας πολιτικής ίσων αποστάσεων απέναντι στις µεγάλες δυνάµεις της εποχής µας, ήτοι την Αµερική, τη Ρωσία και την Κίνα, µε την ελπίδα ότι έτσι µπορεί, επιτέλους, να αποκτήσουµε πιο αξιόπιστους συµµάχους από αυτούς που διαλαλούν ότι µας «θεωρούν στρατηγικούς τους εταίρους, αλλά, στην ουσία πάντα παραστέκονται στους αντιπάλους µας.
Το πρόβληµα στο οποίο αναφέροµαι είναι η Τουρκία και επειδή θεωρώ αυτό το ζήτηµα πρωταρχικής σηµασίας, το εξετάζω σε ξεχωριστή υπο-ενότητα. Προσθέτω όµως, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ότι το πώς θα σχεδιαστεί, το πώς θα εφαρµοστεί και το πότε θα µπορούσε να επιχειρηθεί µια τέτοια καινοτόµος µεταβολή στις σχέσεις µεταξύ των δύο χωρών θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες που αυτήν την στιγµή δεν µας είναι γνωστοί. Ο χρόνος λοιπόν και η µεθόδευσις αυτής της πολιτικής, αν ή όταν ποτέ εφαρµοστεί, θα καθοριστεί την κατάλληλη στιγµή και όχι τώρα. Τώρα αρκούµαστε στη διατύπωση της γνώµης –πεποιθήσεως θα έλεγα– ότι η αλλαγή πλεύσεως είναι αναγκαία και, ως εκ τούτου, εξετάζουµε µε συντοµία µερικούς από τους λόγους που την επιβάλλουν…
Κύρια συνέπεια της πολιτικής που προτείνω είναι ο παραµερισµός –για το εγγύς µέλλον, τουλάχιστον– κάθε ιδέας πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Το δεύτερο σκέλος της σκέψης αποτελεί και το δυσκολότερό της σηµείο.
Για πολλούς, η συγκεκριµένη άποψη µπορεί να µοιάζει ανορθόδοξη, πολύ δε περισσότερο (θα ισχυρίζονταν µερικοί) καθώς αντιβαίνει στο γεγονός ότι η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αποτελεί την αποδεκτή πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων επί µία περίοδο ένδεκα περίπου χρόνων.
Εντούτοις, η µακροβιότητα µιας πολιτικής ή µιας προσέγγισης δεν αποτελεί, αφ’ εαυτής, επιχείρηµα για να µην αµφισβητήσουµε τη σηµερινή εγκυρότητά της, διότι η µη αµφισβήτηση µπορεί να απορρέει από (α) έλλειψη σωστής αξιολογήσεως νέων δεδοµένων, τοπικών αλλά και ευρωπαϊκών, (β) έλλειψη του απαραίτητου θάρρους ή φαντασίας για την αναθεώρηση µιας πολιτικής ή,(γ) πάλι, από το γεγονός ότι υποκύπτουµε σε εξωτερικές πιέσεις διατήρησής της.
Το πραγµατικό, λοιπόν, ερώτηµα που πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί δεν είναι πλέον πόσοι ή ποιοι υπεστήριξαν αυτήν την πολιτική κάποτε ή τι ακριβώς απέδωσε στο παρελθόν αλλά (α) το κατά πόσον αυτή η πολιτική συνεχίζει να εξυπηρετεί τα συµφέροντα της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων της σήµερα, καθώς και (β) το κατά πόσον η Τουρκία έχει ανταποδώσει καθ’ οιονδήποτε δίκαιο τρόπο τις δικές µας προσπάθειες να ακολουθήσουµε µια εποικοδοµητική πολιτική απέναντί της.
Σ’ αυτόν το προβληµατισµό η απάντηση πρέπει να είναι κυνικά τίµια. Ο Παναγιώτης Κονδύλης σ’ ένα κείµενο που αξίζει να περιγραφεί ως κλασικό και για τη λογική του και για το απέριττο ύφος του, αλλά και γιατί (δυστυχώς) δικαιώθηκε εν πολλοίς µε το πέρασµα του χρόνου, έγραψε στο Επίµετρο της Θεωρίας του Πολέµου «… το σηµερινό δίληµµα [που αντιµετωπίζει η Ελλάδα] είναι αντικειµενικά τροµακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη [µε τη σηµερινή Τουρκία] σηµαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεµος σηµαίνει συντριβή».
Είµαι, συνεπώς, της άποψης ότι, σε έναν κόσµο που έχει µεταβληθεί άρδην κατά την τελευταία περίπου δεκαπενταετία και για να αποφευχθεί το ανωτέρω φρικτό δίληµµα, η κατ’ ουσίαν τυφλή ελληνική υποστήριξη της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. δεν είναι πλέον ούτε ορθή ούτε και λογική, ούτε προς το συµφέρον µας.
Ο σηµερινός σκεπτικισµός για µια πολιτική που είχε ίσως κάποια πλεονεκτήµατα για την Ελλάδα όταν πρωτοπαρουσιάστηκε από την κυβέρνηση Σηµίτη-Παπανδρέου, αλλά σήµερα ενδέχεται να µας προκαλέσει ακόµη περισσότερους πονοκεφάλους, απορρέει από τα ακόλουθα επιχειρήµατα:
Η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας. Από καθαρώς ελληνική άποψη, η εν λόγω πολιτική, στην αρχική της φάση, βοήθησε –όπως ήδη ισχυρίστηκα ανωτέρω– να αναιρεθούν οι επικρίσεις που δεχόταν η Ελλάδα ως χώρα που καθυστερούσε ή παρακώλυε τη διαµόρφωση πολιτικών πανευρωπαϊκής κλίµακας, σε µια εποχή που ήταν του συρµού η γεωγραφική διεύρυνση της Ευρώπης. Έτσι, αυτή η νέα πολιτική εξυπηρέτησε αποτελεσµατικά τη διεθνή εικόνα µας, συµβάλλοντας στην προσπάθεια ανατροπής του ανθελληνικού κλίµατος σε ορισµένους ευρωπαϊκούς κύκλους. Αναµφίβολα, διευκόλυνε επίσης την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., την οποία η κυβέρνηση Σηµίτη/Παπανδρέου κατόρθωσε, µε αξιοσηµείωτη επιδεξιότητα, να διαχωρίσει από την υποψηφιότητα της Τουρκίας.
Ωστόσο, καθώς η Ευρώπη επεκτάθηκε –πολύ πιο γρήγορα από όσο θα έπρεπε, θα έλεγαν µερικοί–, έχει πλέον αλλάξει άποψη για την Τουρκία. Οι µεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες εκφράζουν αµφιβολίες κατά πόσον η Τουρκία είναι έτοιµη να γίνει πλήρες µέλος της Ε.Ε., αµφιβολίες που έχουν αυξηθεί σε στιγµές οικονοµικών δυσχερειών και δικαιολογηµένων φόβων που σχετίζονται µε την αύξηση της νοµίµου και παρανόµου µεταναστεύσεως.
Η ταχύτης µε την οποία η Τουρκία αυξάνει τις επεκτατικές της φιλοδοξίες, προκαλώντας π.χ. την Αµερική µε την πρόσφατη πρωτοβουλία της µε το Ιράν, ή το Ισραήλ, µε τον πρωταγωνιστικό (αλλά υστερόβουλο) ρόλο που έπαιξε στην οργάνωση ανθρωπιστικής βοήθειας προς τη Γάζα, αρχίζει να ενοχλεί τους βασικούς της υποστηρικτές. Έτσι, η αµερικανική κοινή γνώµη αρχίζει να διχάζεται ως προς τις απόψεις της για την Τουρκία. Μερικοί σίγουρα θα έχουν αρχίσει να πιστεύουν ότι τώρα που αυτοί έβγαλαν το «τζίνι» από το µπουκάλι, δύσκολα θα το ξαναβάλουν µέσα. Ακόµη και το Ισραήλ αισθάνεται µετανιωµένο για την εµπιστοσύνη που έδειξε κάποτε προς την Άγκυρα, εφόσον µια µέρα θα µπορούσε αυτή να το υποκαταστήσει στην καρδιά της Αµερικής. Αλλά είναι νωρίς για να µιλάµε γι’ όλα αυτά. Απλώς, εµείς οι Έλληνες πρέπει όλα να τα έχουµε υπόψη… και να µελετάµε το timing ενδεχοµένων διπλωµατικών πρωτοβουλιών, έχοντας όµως προετοιµάσει διάφορα σχέδια για όλα τα ενδεχόµενα. Σχέδια όμως δικά μας, όχι σχέδια…. άλλων!
Στους ανωτέρω υπολογισµούς µας πρέπει να προσθέσουµε και τα πολιτικά προβλήµατα που αντιµετωπίζει σήµερα η Τουρκία µε το στρατό της, αλλά και µε ορισµένες εθνικές µειονότητες όπως τους Κούρδους –είκοσι εκατοµµύρια τη στιγµή που µιλάµε– τα οποία διάγουν περιόδους σχετικής ηρεµίας που εναλλάσσεται µε περιόδους οξύτητος κατά καιρούς, µια και αυτό το κοµβικό ζήτηµα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις της Τουρκίας, δεν έχει λυθεί. Οι µέλλουσες εξελίξεις στο Ιράκ, που µε τη σειρά τους πιθανόν να επηρεαστούν προς το χειρότερο από τις εξελίξεις στο Ιράν, θα µπορούσαν, επίσης, να περιπλέξουν το Κουρδικό πρόβληµα ακόµη περισσότερο για την Τουρκία. Και ας µην ξεχνάµε την αιφνίδια εξτρεµιστική στάση που επέδειξε πρόσφατα η Τουρκία απέναντι στους Αρµενίους η οποία δεν έκανε καλό στην εικόνα της στο εξωτερικό.
Όλα αυτά καθιστούν σαφές –και πρέπει και εµείς να το τονίζουµε σε όλους, ιδίως αν η Τουρκία συνεχίζει να µας προκαλεί– ότι, εάν ποτέ η χώρα αυτή εντασσόταν στην Ε.Ε. ως πλήρες µέλος, η παρουσία της θα προκαλούσε µια σειρά από νέα και ανεπιθύµητα προβλήµατα, τα οποία η Ευρώπη καθόλου δεν χρειάζεται. Θα επανέλθουµε σε αυτό το θέµα στις επόµενες παραγράφους, δεδοµένου ότι διαψεύδει πλήρως όλους εκείνους που διατείνονται ότι η Τουρκία έχει «εξευρωπαΐσει» τις πρακτικές της. Για πολλούς, λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι οι τουρκικές αλλαγές που έχουν σηµειωθεί µέχρι τώρα είναι επιφανειακές και καιροσκοπικές.
Tο ΥΠΕΞ µας όµως, και οι κατά τόπους πρεσβείες µας, ουδόλως, εξ όσων γνωρίζω, εκµεταλλεύονται αυτές τις αδυναµίες του αντιπάλου. Γιατί; Η απάντηση είναι σαφής: γιατί εµείς υποστηρίζουµε την ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας όσο και αν αυτή συνεχίζει να µας προκαλεί. Η ανεκτικότητά µας, όµως, δεν έχει όρια, µια και είναι η ανεκτικότητα του κοµπλεξικού, του αδύνατου, του υποτακτικού! Αυτό είναι το σημείο που κατήντησαν την Ελλάδα παλιοί και σύγχρονοι Υπουργοί των Εξωτερικών που σύντομα θα έχουν και το θράσος να διεκδικήσουν την ψήφο του Ελληνικού λαού!
Με δυο λόγια: η ιδέα µιας ασταµάτητης Τουρκίας αρχίζει να φαίνεται λιγότερο πειστική. Από εµάς, λοιπόν, εξαρτάται, να βγούµε από το σύµπλεγµα κατωτερότητος και υποταγής στην Αµερική και να αρχίσουµε να καθιερώνουµε τη δική µας γεωπολιτική προσωπικότητα. Και η οικονοµική κρίση µας, καίτοι αναµφίβολα δεν µας βοηθά, δεν είναι αυτό που µας φρενάρει. Το ανασταλτικό σε κάθε ανθρώπινη ενέργεια είναι ο ίδιος ο εαυτός µας, η έλλειψη αυτοπεποίθησης, οράµατος, θάρρους, κοινωνικής οµόνοιας, όταν αναλαµβάνεται µια µεγάλη προσπάθεια.
Όλα αυτά ανακτώνται, όταν βρεθεί πρώτα ο ανθρώπινος παράγων, ο Ατατούρκ, ο Βενιζέλος, ο Τσόρτσιλ, ο Στάλιν στις µαύρες ώρες της γερµανικής εισβολής. Το πίστευα αυτό πάντα, γιατί πάντα πίστευα στη ηρωική εξήγηση της ιστορίας, εν συνδυασµώ πάντα µε το ιστορικό timing”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου