του Νεοκλή Σαρρή
Δύο χρόνια μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο, η Άγκυρα πίστευε ότι είχε «λύσει» το κυπριακό πρόβλημα και πως ήταν ζήτημα χρόνου η ελληνική πλευρά να το «χωνέψει». Σειρά είχαν το πλέγμα των υπολοίπων ζητημάτων που θεωρούσαν ότι ήταν σε εκκρεμότητα, δίδοντας άμεση προτεραιότητα στο Αιγαίο, για το οποίο κάτω από το πρόσχημα της χάραξης της υφαλοκρηπίδας του (στο οποίο με τον χρόνο προστέθηκαν και οι θεωρίες των «γκρίζων» ζωνών) υπέβοσκε η ίδια με την Κύπρο στοχοθεσία: μια ιδιότυπη ελληνοτουρκική συγκυριαρχία με βαρύνουσα σ’ αυτήν την τουρκική επικυριαρχία επί του συνόλου, κατά τον τύπο «τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μας».
Ουσιαστικά επρόκειτο για έκδηλη αναβίωση της οθωμανικής θέασης των σχέσεων που προκύπτουν από τη δομή εξουσίας του ιστορικού αυτού τύπου, ο οποίος, όπως θα εξηγήσουμε στη συνέχεια, έμεινε όπως φαίνεται αμετάβλητος όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών αναπαραστάσεων των Τούρκων, εθνικών στερεοτύπων και συγκρότησης της βασικής ή θεμελιακής προσωπικότητάς τους, για να χρησιμοποιήσω όρους Κοινωνικής Ψυχολογίας, προκειμένου να με κατανοήσει, πιστεύω, και η κ. Θάλεια Δραγώνα ως ειδική!
Το απογοητευτικό αυτό τοπίο είχε όμως ένα δυο αχίλλειες πτέρνες, τις οποίες μπορούσε να διακρίνει ένα προσεκτικό μάτι και οι οποίες φαίνονταν έμμεσα αλλά σαφώς από τις ίδιες τις ίδιες τις τουρκικές πηγές από τις οποίες προέκυπτε ο όλος σχεδιασμός.
Ο Τουράν Γκιουνές ειδικά, πέραν των όσων ανέφερα, μου εξήγησε διά μακρών τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία φοβάται και προσπαθεί όπως αποφύγει τη διχοτόμηση στην Κύπρο.
Είχε μάλιστα, με τη θυμοσοφία που τον χαρακτήριζε, σχεδιάσει και τι μπορούσε να συμβεί στην περίπτωση διαμελισμού της Μεγαλονήσου.
Στο τμήμα το οποίο θα περιερχόταν στην Ελλάδα θα ήταν δυνατόν να εγκατασταθούν, για παράδειγμα, βαλλιστικά οπλικά συστήματα τα οποία να απειλούσαν και την κεντρική ακόμη Μικρά Ασία (εάν κανείς μελετήσει το περισπούδαστο σύγγραμμα του σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγική σε Βάθος», θα διαπιστώσει τον φόβο που προκάλεσε στην Άγκυρα η πιθανότητα εγκατάστασης των πυραύλων S300 στην Κύπρο)
Στο τμήμα το οποίο θα περιερχόταν στην Ελλάδα θα ήταν δυνατόν να εγκατασταθούν, για παράδειγμα, βαλλιστικά οπλικά συστήματα τα οποία να απειλούσαν και την κεντρική ακόμη Μικρά Ασία (εάν κανείς μελετήσει το περισπούδαστο σύγγραμμα του σημερινού υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Αχμέτ Νταβούτογλου «Στρατηγική σε Βάθος», θα διαπιστώσει τον φόβο που προκάλεσε στην Άγκυρα η πιθανότητα εγκατάστασης των πυραύλων S300 στην Κύπρο)
Έτσι η Τουρκία, κατά τον Γκιουνές, «στοχεύει στον έλεγχο ολοκλήρου της Κύπρου». Η πρόθεσή της αυτή δεν έχει άμεση σχέση με την ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων, αλλά σχετίζεται με τα ευρύτερα συμφέροντά της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Άλλωστε και ο Νταβούτογλου σήμερα, στο ίδιο σύγγραμμά του, προκλητικά αναφέρει πως «και αν δεν υπήρχαν Τούρκοι στην Κύπρο», η πολιτική της Τουρκίας έναντι αυτής θα ήταν η ίδια, δεδομένου ότι διακυβεύονται (τα ηγεμονικά της) συμφέροντα στην ευρύτερη γεωστρατηγική περιοχή και προς επίρρωση του ισχυρισμού του τονίζει ότι το ίδιο συμβαίνει με τα νησιά του Αιγαίου τα οποία «κατέχει η Ελλάδα», όπως είναι η Δωδεκάνησος, στην οποία, αν και δεν διαβιούν πλέον ενάριθμοι Τούρκοι, η Τουρκία επιδεικνύει (ή πρέπει να επιδείξει) το ανάλογο προς την Κύπρο ενδιαφέρον.
Με βάση τα παραπάνω στόχος της Τουρκίας είναι ο έλεγχος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δηλαδή η μετατροπή της σε ελεεινό ανδρείκελο της Άγκυρας. Πώς όμως μπορεί λοιπόν να συμβεί αυτό;
Αναμφίβολα η σημερινή κατάσταση στην Κύπρο είναι άμεσο αποτέλεσμα των επονείδιστων συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, όταν η τότε ελληνική ηγεσία υπέκυψε στον εκβιασμό του υποστηριζόμενου από τη Μεγάλη Βρετανία (και τις ΗΠΑ) τουρκικού συνταγματικού σχεδίου.
Ωστόσο οι συμφωνίες αυτές έδιναν ένα προτέρημα στην Ελλάδα το οποίο ταυτόχρονα λειτουργούσε ως τροχοπέδη για την Τουρκία. Όπως είχε επισημάνει ο Ισμέτ Ίνονου κατά την αγόρευσή του στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, υπό την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κατά τη συζήτηση επί της κυρώσεως των συμφωνιών της Ζυρίχης, αφού απηύθυνε τα συγχαρητήριά του προς την τότε κυβέρνηση Μεντερές για την αδόκητη διπλωματική της επιτυχία, παρατήρησε ότι τα κέρδη που αποκομίζει απ’ αυτές η Τουρκία τα εξανεμίζει η νομική ή διεθνής προσωπικότητα που θα κέκτηται του λοιπού η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία θα είναι μέλος του ΟΗΕ και άλλων διεθνών Οργανισμών και θα έχει τύχει διεθνούς αναγνώρισης. Συνεπώς στο μέλλον κανείς δεν προδικάζει την πολιτική που θα ακολουθήσει η χώρα αυτή.
Προς αποτροπή ακριβώς αυτού του ενδεχομένου, όπως είχε αποκαλύψει λίγους μήνες πριν από την εισβολή, το 1974, ο Νουρεττίν Βεργκίν, πρεσβευτής κατά την εποχή των συνομιλιών Ζυρίχης – Λονδίνου, στις οποίες συμμετείχε, η τουρκική πλευρά είχε επιτύχει τη Συνθήκη Εγγύησης και τη βάσει αυτής αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων. Μάλιστα, κατά τον τούρκο διπλωμάτη, η ελληνική πλευρά τότε το είχε αντιληφθεί, αλλά φαίνεται πως δεν κατόρθωσε να εξαλείψει αυτή την «Κερκόπορτα».
Συμπερασματικά από τα λεγόμενα του Γκιουνές προέκυπτε η αναδιοργάνωση επί νέων βάσεων του κράτους στην Κύπρο, στο οποίο η διπεριφειακή (και διζωνική) ομοσπονδιακή βάση (στην αρχή του συνεταιρισμού στη βάση 50% και 50% των δύο μερών) ήταν αναπόφευκτη. Οποιαδήποτε όμως λύση δεν θα προέβλεπε την επιστροφή των προσφύγων στις εστίες τους. Οι Έλληνες θα έπρεπε να το έπαιρναν απόφαση, δηλαδή να το χώνευαν. Το διαζύγιο ήταν οριστικό και αμετάκλητο. Προκειμένου να νοηματοδοτήσει τις τουρκικές προθέσεις θα πρέπει να ανατρέξει στις σχετικές εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στα τουρκικά και οι οποίες δηλώνουν τις μορφές συνύπαρξης.
Η πρώτη από αυτές είναι το ic – ice (ιτς – ιστέ) που σημαίνει «ο ένας εντός του άλλου», δηλαδή σε κατάσταση ανάμειξης. Ο δεύτερος είναι yan – yana (ο ένας δίπλα στον άλλο), δηλαδή μαζί και χώρια και ο τρίτος το ayrι – ayrι (αϊρί – αϊρί), που σημαίνει απολύτως χωριστά. Ο όρος που χρησιμοποιούσε ο συνομιλητής μου ήταν ο τελευταίος. Αυτή η τουρκική στοχοθεσία όμως δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί δίχως μια επιβεβλημένη εμβάθυνση στον τρόπο διαβίωσης των διαφόρων εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων κατά την οσμανική περίοδο με βάση τη δομή που ανέφερα προηγουμένως.
Επί αιώνες οι μη μουσουλμανικές κοινότητες (cemmaatι gayrι muslimin) διαβίωναν στις πόλεις (αλλά και σε χωριά) σε ξεχωριστές συνοικίες (σε κάποιες πόλεις μάλιστα, όπως στο Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη, περιβάλλονταν από τείχη των οποίων η πύλη έκλεινε τη νύχτα).
Αυτό όσον αφορά τους τόπους διαμονής και κατοικίας (και λέμε διαμονής, γιατί απαγορευόταν η έστω και διαφορετικού θρησκευτικού δόγματος, ομοθρήσκου ή «ομοεθνούς» διαμονή, όπως γραικού καθολικού χριστιανού (φράγκου), (Τηνιακού λόγου χάριν ή Σαντορινιού, σε οικία ορθοδόξου γραικού (Ρωμιού) με κίνδυνο αφορισμού του φιλοξενούντος ή εκμισθωτή).
Η μόνη κοινή για όλες τις κοινότητες περιοχή ήταν η έκταση που περιέκλειε την αγορά (το «παζάρι») και τα κτίρια της διοίκησης. Αυτός είναι ο τρόπος του «μαζί και χώρια» και ανταποκρίνεται σ’ έναν κοινωνικό τύπο όπως της οσμανικής κοινωνίας που είναι παραδοσιακός. Με άλλη έκφραση ως παραδοσιακή κοινωνία το μόρφωμα, η γκετοποίηση, όπως θα λέγαμε σήμερα, ήταν λειτουργική, όπως λειτουργικές ήταν και οι εθικοθρησκευτικές (φυλετικές) διακρίσεις (η υποχρέωση των μη μουσουλμάνων να φέρουν ενδύματα από υφάσματα κατώτερης ποιότητας απ’ ό,τι οι μουσουλμάνοι ή εν πάση περιπτώσει διαφορετικού χρώματος, όπως και η υποχρέωση να φέρουν αναλόγου προς το θρήσκευμά τους χρώματος υποδήματα). Επίσης και η υποχρέωσή τους να σκύβουν γονυπετείς όταν περνούσε από μπροστά τους μουσουλμάνος (συνήθεια που επέζησε μέχρι πρόσφατα σε χωριά της Μικράς Ασίας από φανατικές μουσουλμάνες που έπρατταν το ίδιο στη θέα ανδρών – σε ένδειξη σεβασμού και υπακοής προς αυτούς). Ακόμη τα σπίτια των μη μουσουλμάνων δεν μπορούσαν να είναι βαμμένα άσπρα (αλλά να είναι σκούρου χρώματος) και σαφώς χαμηλότερα του ύψους των μη μουσουλμανικών σπιτιών.
Όλα αυτά ήταν αποτέλεσμα της αρχής κατά την οποία ο πρώτος τη τάξει των μη μουσουλμάνων ακολουθούσε τον τελευταίο στην τάξη μουσουλμάνο.
Αρχή από την οποία προκύπτει και το διπλό κριτήριο το οποίο εφαρμόζουν οι Τούρκοι στις σχέσεις τους με την Ελλάδα (αλλά συνήθως και με τους Έλληνες σε μακροχρόνια διαβίωση μ’ αυτούς). Το διπλό αυτό κριτήριο είναι ακριβώς εκδηλωτικό της δομής εξουσίας η οποία διέπει τις σχέσεις της Τουρκίας με βάση την κάθετη αντίληψη των σχέσεών της με τρίτους τους οποίους θεωρούν ως υποκείμενους, ως ασθενέστερους, στη δική της εξουσία.
Σχετικά κάποτε, σε φιλική συζήτηση με τον συνάδελφο, πολύ γνωστό και καλό καθηγητή Ιστορίας Ζαφέρ Τοπράκ του Πανεπιστημίου του Βοσπόρου (και μαθητή και αυτού του κοινού μας δασκάλου Ταρίκ Ζαφέρ Τούναγια), συμφώνησε στην παρατήρησή μου ότι «δεν γίνεται τίποτε, Ζαφέρ, γιατί οι Τούρκοι αντιλαμβάνονται τις σχέσεις τους με τους άλλους κάθετα, όχι οριζόντια», σηκώθηκε όρθιος και μου είπε «να σε φιλήσω, εσύ ακτινογράφησες την ψυχή των Τούρκων» (sen Turklerin ruhunu rontgen etmissin).
Παρενθετικά θα πρέπει να τονίσουμε ότι τα παραπάνω δεν είναι άσχετα και με την Κύπρο, αλλά και με όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Στην Κύπρο, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η γενεσιουργός της Κυπριακής Δημοκρατίας Συνθήκη του Λονδίνου στηρίχτηκε στην οσμανική αρχή των εθνικοθρησκευτικών κοινοτήτων και μάλιστα πολύ χονδροειδώς, γιατί την εξέλαβε με βάση τον διαχωρισμό μουσουλμάνων – μη μουσουλμάνων. Απόδειξη αυτού είναι ότι οι κοινότητες Αρμενίων, Μαρωνιτών και Λατίνων της Μεγαλόνησου υπολογίστηκαν (και υπολογίζονται) στο ποσοστό των Ρωμιών (όπως αποκαλούν τους Ελληνοκυπρίους οι Τούρκοι και η Τουρκία, που σημαίνει ορθόδοξοι χριστιανοί – με αντίστοιχο για την άλλη πλευρά το μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι). Αυτή η παρατήρηση έχει εξαιρετική σημασία, στην περίπτωση της κ. Δραγώνα (και όλου του «σιναφιού της» – η έκφραση δεν είναι καθόλου προσβλητική δεδομένου σημαίνει κατά την οσμανική προέλευσή της «συντεχνία»:sιnιf = επαγγελματική τάξη, ενικός, esnaf πληθ., hirfet το ίδιο και ως συντεχνία, τα «ρουσφέτια» στα ελληνικά). Και έχει σημασία γιατί καταβλήθηκε προσπάθεια σε εμβριθές κείμενο προ ετών αναστηλωθέν από συνάδελφο της κυρίας και ατυχώς και δικό μου στην Πάντειο να καταδειχθεί ότι οι Κύπριοι «έγιναν Έλληνες από το 1912 και εδώ» (όπως και μια άλλη συνάδελφος στο ίδιο πανεπιστήμιο από προχθεσινή της ανακοίνωση σε συνέδριο που οργανώθηκε από το Ιστορικό/Αρχαιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών εξήγησε πώς οι Ρωμιοί της Μικράς Ασίας έγιναν Έλληνες).
Το τρίτο σχήμα της συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων που προβλέπει ανάμεικτους τους πληθυσμούς υπήρξε αποτέλεσμα των εκδυτικιστικών προσπαθειών του οσμανικού κράτους από το 1838, από την αγγλοτουρκική οικονομική συμφωνία, που βεβαιώνονται από δειλά βήματα (όχι τόσο στις διακηρύξεις όσο στην εφαρμογή τους) με τη Διακήρυξη του Τανζιμάτ τον επόμενο χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι εξέλιπαν στις πόλεις οι διάφορες συνοικίες (μαχαλάδες), όπως ο ρωμαίικος, ο αρμενομαχαλάς, ο εβραιομαχαλάς, ο φραγκομαχαλάς και οι τουρκομαχαλάδες. Απλούστατα κάμφθηκε το άτεγκτο του κανόνα και ιδιαίτερα οι «ευρωπαΐζοντες» οσμανοί μετοικούσαν σε «ευρωπαϊκές συνοικίες», όπου αρχικά είχαν αναμειχθεί οι μη μουσουλμάνοι με τους Ευρωπαίους (το κυριότερο παράδειγμα είναι το Σταυροδρόμι/Πέραν της Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν οι ξένες πρεσβείες και το συνακόλουθο εμπορικό κέντρο).
Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι αυτό το σχήμα, που ανταποκρίνεται στον τύπο της σύγχρονης τεχνοκρατούμενης (και συνακόλουθα ανοιχτής) κοινωνίας, προϋποθέτει την εξ ορισμού πολιτική ισότητα των πολιτών, που γι’ αυτόν τον λόγο παύουν να είναι υπήκοοι και με μέρισμα στην ενάσκηση της πολιτικής εξουσίας τουλάχιστον στο μέτρο της οικονομικής τους ισχύος (είτε ως κεφάλαιο, είτε ως εργασία και προπάντων στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα της οικονομίας).
Ένα βασικό μειονέκτημα του οσμανικού συστήματος ήταν ότι ο κοινωνικός του εκσυγχρονισμός (γενόμενος υπό τη μορφή του εκδυτικισμού ή εξευρωπαϊσμού) είχε διαφορετικούς ρυθμούς στις διάφορες εθνικοθρησκευτικές κοινότητες. Και κοινωνικός εκσυγχρονισμός στην προκειμένη περίπτωση σημαίνει αποδοχή πολύ βαθιών τομών στη νοοτροπία, που αρχίζει από την οικονομία και καταλήγει στη διαμόρφωση μιας άγνωστης μέχρι τότε κοινωνικής συνείδησης, εντελώς αντίθετης προς εκείνη που υπαγόρευαν οι οιονεί «φεουδαρχικές» οσμανικές δομές.
Πρωτοπόροι υπήρξαν οι Ρωμιοί, οι Αρμένιοι και βέβαια οι Λατίνοι υπήκοοι ενώ οι Εβραίοι καθυστέρησαν, όντας αποκομμένοι από τους υπόλοιπους ομόφυλούς τους στην Ευρώπη, που είχαν κάνει στο μεταξύ άλματα, γι’ αυτό και στη συνέχεια θέλησαν να συνεργαστούν με τους Τούρκους που είχαν καθυστερήσει και αυτοί στην ανάπτυξή τους. (Σχετικά εκείνοι που τελευταίοι αποβάλλουν τις σχέσεις που αναφέραμε και εκσυγχρονίζονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία σαράντα χρόνια, με τη δοθείσα έννοια, είναι οι Κούρδοι.)
Το παραπάνω μειονέκτημα σε σχέση προς την οσμανική δομή και τη συνακόλουθη νοοτροπία εξουσίας που κυριαρχεί στους Τούρκους/μουσουλμάνους κατέληξε έτσι ώστε όχι μόνο να μη δοθεί ποτέ ουσιαστικό πολιτικό μέρισμα στους μη μουσουλμάνους, και ευκαιρίας δοθείσης (1912 – 1922) να εκδιωχθούν παντοιοτρόπως από τη χώρα με παράλληλο σφετερισμό της οικονομίας που ήλεγχαν σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό από την πληθυσμιακή τους αναλογία. Αυτό μεταφράζεται σε γενοκτονία και υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών. Έτσι πλέον μπορούσε (κατά τις τουρκικές προδιαγραφές) να λειτουργήσει η «ανοικτή κοινωνία» που θα ενσάρκωνε τον περιπόθητο εκσυγχρονισμό. Αντίγραφο αυτής ακριβώς της κοινωνικής διαδικασίας (με την ορθότερη έκφραση «πρόβασης») εξελίχθηκε και τείνει να επισημοποιηθεί με την επί θύραις συμφωνία στην Κύπρο.
Από τα παραπάνω λοιπόν είναι ολοφάνερο ότι η βασική πρόθεση της Τουρκίας για τη Μεγαλόνησο εξαρχής ήταν η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως νομικού προσώπου, ως διεθνούς προσωπικότητας και η επιβολή όχι μιας διχοτόμησης, αλλά ενός ιδιότυπου «συνομοσπονδιακού» κράτους όπου η μειονότητα του 18%, η οποία με την πάροδο του χρόνου διά των εποίκων ή μετακινουμένων ελευθέρως λόγω Ευρωπαϊκής Ένωσης πληθυσμών από την Τουρκία θα γίνει πλειοψηφία, θα είναι σε θέση να ελέγχει απολύτως όλη την έκταση του κράτους της Κύπρου (σε επίρρωση άλλωστε της παρατήρησης του «πατέρα» της Ζυρίχης Νιχάτ Ερίμ, που έγινε στην έκθεσή του προς την τουρκική κυβέρνηση το 1956 παρακαλώ, ότι «η πλειοψηφία των Ρωμιών στην Κύπρο είναι περιστασιακή και μπορεί σε βάθος χρόνου να ανατραπεί»).
Σκόπιμα αναφέρω «κράτος της Κύπρου» και όχι «Κυπριακή Δημοκρατία». Ακριβώς το Σχέδιο Ανάν προέβλεπε τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την υποκατάστασή της από νέο κράτος που θα πληρούσε τις προδιαγραφές που ήθελε η Τουρκία (και του οποίου ένθερμοι θιασώτες ήταν σχεδόν σύσσωμος ο ελληνικός πολιτικός κόσμος και οι «καθωσπρέπει», δηλαδή όχι οι «φαιδροί» ή «γραφικοί», διαμορφωτές της κοινής γνώμης και «σοβαροί» ακαδημαϊκοί δάσκαλοι, όπως η κ. Θ. Δραγώνα και ο Νίκος Μουζέλης – είναι όντως συγκινητικό, αλλά από τότε φαίνεται χρονολογείται και το αμοιβαίο αίσθημα το οποίο και τους ένωσε αργότερα).
Το επάρατο αυτό σχέδιο στην Κύπρο, που έτυχε υποστήριξης από τον εσμό των χρηματοδοτούμενων, όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, από ξένα κέντρα κεκρακτών ή ελεεινών ψιττακίσκων της δοτής άνωθεν προς αυτούς εντολής.
Αλλά κατά τα φαινόμενα και το κυοφορούμενο από τις συνεχιζόμενες επί του Κυπριακού διαπραγματεύσεις της Τουρκίας (που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο του Ταλάτ) με τον Πρόεδρο Χριστόφια κατατείνει και αυτό ωσαύτως στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήλθε φαίνεται ο χρόνος για να «χωνέψουν» (κατά την έκφραση του Γκιουνές το 1976) οι Έλληνες σε Ελλάδα και Κύπρο τα τετελεσμένα του 1974. Κοντός ψαλμός αλληλούια!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου