Η εντεινόμενη κινητικότητα της τουρκικής διπλωματίας στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και ειδικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο προσελκύει, όπως είναι φυσικό, το αύξον ενδιαφέρον των μεγάλων δυνάμεων, των κρατών της περιοχής και των διεθνών παρατηρητών – δίνοντας ειδικότερα λαβή σε προβληματισμούς για τη φύση των στοχεύσεων της Άγκυρας και για τις επιπτώσεις των δραστηριοτήτων της στις περιφερειακές ισορροπίες και σταθερότητα, καθώς και στις σχέσεις της με τον δυτικό κόσμο. Η προβληματίζουσα τουρκική αυτή πολιτική, στην οποία συχνά αποδίδεται, όχι χωρίς λόγο, ο χαρακτηρισμός «νέο-οθωμανισμός» – οι Τούρκοι ιθύνοντες, για ευνόητους λόγους, τον αμφισβητούν – δεν είναι εξ ολοκλήρου καινοφανής. Εκκολαπτόταν τουλάχιστον από την εποχή του πρωθυπουργού και εν συνεχεία προέδρου Οζάλ. Ο οποίος κόμπασε ότι «ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας των Τούρκων» – με την επιρροή τους να επεκτείνεται «από την Αδριατική έως το Σινικό Τείχος». Και επιχείρησε, εν πολλοίς ανεπιτυχώς, να θέσει στην υπηρεσία του υπερφιλόδοξου αυτού στόχου ένα κράμα Τουρκισμού και Μωαμεθανισμού, που αρκετοί αναλυτές είχαν αποκαλέσει «ισλαμοεθνικισμό», ή επί το ηπιότερο «τουρκο-ισλαμική σύνθεση». [i]
Δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Οζάλ, η άνοδος και η εν συνεχεία διαφαινόμενη εδραίωση στην εξουσία του ισλαμογενούς Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚ) επέτρεψαν στον δυναμικό του ηγέτη Ερντογάν να επαναλάβει, υπό ευνοϊκότερες εσωτερικές και διεθνείς συνθήκες, το εγχείρημα της σύζευξης του κεμαλικού εθνικισμού με τον θρησκευτικό ζήλο των μαζών της Ανατολίας, προς τον σκοπό της ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακό ηγεμόνα. Αξιοποιώντας προς τούτο, τόσο τις ισχυρές ένοπλες δυνάμεις της χώρας του, όσο και την ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία της. Αλλά και τη μουσουλμανική της ταυτότητα. Και ειδικότερα, συσφίγγοντας, αφ’ ενός, τους επί μακρόν παραμεληθέντες πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς της με ομόθρησκα κράτη της περιοχής, και, αφ’ ετέρου, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από τον έως τότε στρατηγικό της εταίρο Ισραήλ.
Της πολιτικής δε αυτής το μέλλον θα εξαρτηθεί εν πρώτοις από την ικανότητα του κ. Ερντογάν να διαμορφώσει λειτουργικές σχέσεις με τις ένοπλες δυνάμεις – τιθασευμένες εκ πρώτης όψεως μετά τις τελευταίες αλλαγές στην ηγεσία τους, αλλά πάντοτε σε θέση, εφ’ όσον οι συνθήκες το ευνοήσουν, να επηρεάσουν το πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. Με κρίσιμο εν προκειμένω τον ρόλο του Κουρδικού. Για την αντιμετώπιση του οποίου η κυβέρνηση Ερντογάν, αφού αρχικά φάνηκε να επιλέγει τη συνδιαλλαγή – χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση ομολογουμένως από την πλευρά των Κούρδων – προσφεύγει ήδη σε σκληρά στρατιωτικά μέτρα. [ii] Παρέχοντας έτσι εχέγγυα και στο ιδιαιτέρως ανήσυχο για την ασφάλεια και ακεραιότητα της χώρας Στράτευμα.
Ενώ σημαντικές ασφαλώς επιπτώσεις στους εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς της γείτονος θα έχουν και οι επιδόσεις της τουρκικής οικονομίας. Καθώς, όπως η αλματώδης ανάπτυξη της τελευταίας αυτής της έχει συμβάλει τα μέγιστα στην άνοδο της δημοτικότητας του πρωθυπουργού και του κόμματός του, έτσι και τυχόν κάμψη της – επί του παρόντος όχι πιθανή, παρά ορισμένες δυσοίωνες προβλέψεις – φυσικό είναι να πλήξει την εικόνα των κυβερνώντων.[iii]
***
Όμως, το «νεο-οθωμανικό» εγχείρημα θα δοκιμασθεί πρωτίστως στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Σημειωτέον δε ότι η «αραβική άνοιξη», μεταβάλλοντας τα περιφερειακά γεωπολιτικά δεδομένα, περιέπλεξε τους αρχικούς τουρκικούς υπολογισμούς. Προνομιακοί συνομιλητές και οικονομικοί εταίροι της Άγκυρας, όπως οι δικτάτορες της Τυνησίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης, ανετράπησαν. Και ο εδώ και μερικά χρόνια άτυπος σύμμαχός της Σύρος πρόεδρος Ασάντ κλονίζεται επικινδύνως. Ωστόσο, η τουρκική διπλωματία, μετά μια σύντομη αρχική φάση αμηχανίας, έσπευσε να προσαρμοσθεί στις ραγδαίες και απροσδόκητες καθεστωτικές αυτές μεταβολές, αποκηρύσσοντας τους χθεσινούς φίλους και εναγκαλιζόμενη τους ανατροπείς ή – περίπτωση της Συρίας – τους αντιπάλους των.[iv]
Ενώ η πρόσφατη περιοδεία του Τούρκου πρωθυπουργού σε Αίγυπτο, Τυνησία, και Λιβύη κατέδειξε ότι, και υπό τις υπό διαμόρφωση νέες γεωπολιτικές συνθήκες, ο κ. Ερντογάν εξακολουθεί να επιδιώκει πρωταγωνιστικό ρόλο στον αραβομουσουλμανικό χώρο. Και κατά τινας να ηγηθεί ενός σουνιτικού μπλοκ σε αντιστάθμισμα ενός πυρηνικοποιούμενου σιιτικού Ιράν αποσκοπούντος στην περιφερειακή ηγεμονία – και τούτο παρά τη σύμπτωση συμφερόντων και ευκαιριακή συνεργασία Άγκυρας και Τεχεράνης σε σχέση με το κοινό τους κουρδικό πρόβλημα.[v] Τις εκτιμήσεις δε αυτές για τις τουρκικές προθέσεις τείνει να επιβεβαιώσει και η ενεργός συμμετοχή της Άγκυρας στο υπό κατασκευή και διαφανώς στρεφόμενο κατά ενδεχόμενης ιρανικής πυρηνικής απειλής Σύστημα Πυραυλικής Άμυνας του ΝΑΤΟ.[vi]
Μένει εν τούτοις να φανεί μέχρι ποίου σημείου ο αραβικός κόσμος, παρά την δημοτικότητα της οποίας απολαύει αυτή τη στιγμή στους κόλπους του ο κ. Ερντογάν, [vii] θα στέρξει να στηρίξει τις τουρκικές βλέψεις. Είναι άραγε διατεθειμένοι οι ανέκαθεν διεκδικούντες την ηγεσία των Αράβων και ως εκ τούτου λίαν επιφυλακτικοί έναντι της τουρκικής παρουσίας στην περιοχή Αιγύπτιοι να συναινέσουν τώρα στην πρωτοκαθεδρία της Άγκυρας; [viii] Ενώ ερωτηματικά περιβάλλουν και τη στάση των συντηρητικών καθεστώτων της αραβικής χερσονήσου και ιδίως του σαουδαραβικού, οι επικεφαλής των οποίων, ήδη άκρως ανήσυχοι για τις αποσταθεροποιητικές επιπτώσεις των αραβικών εξεγέρσεων στους πληθυσμούς των, φυσικό είναι να απεύχονται τη διάδοση του τουρκικού πολιτειακού συστήματος – τόσω μάλλον καθόσον ο Τούρκος πρωθυπουργός, αξιοποιώντας τη συγκυρία, δεν παραλείπει να προβάλλει τα δημοκρατικά και κοσμικά χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού ως παραδείγματα προς μίμηση.[ix] Το πιθανότερο δε είναι ότι οι υφέρπουσες αυτές αντιστάσεις στις τουρκικές περιφερειακές φιλοδοξίες εξηγούν και τη ματαίωση της πανηγυρικά προαγγελθείσης επίσκεψης του κ. Ερντογάν στη Γάζα.[x]
Από την άλλη, οι ρητορικές επιθέσεις της Τουρκίας κατά του Ισραήλ, πέραν του ότι απηχούν τα πηγαία αισθήματα της ισλαμογενούς τουρκικής ηγεσίας και μεγάλης μερίδας του τουρκικού πληθυσμού, εξακολουθούν κατ’ αρχήν να εξυπηρετούν και τις διεθνοπολιτικές σκοπιμότητες της Άγκυρας και στο μεταλλασσόμενο γεωπολιτικό περιβάλλον – δοθέντος μάλιστα ότι οι μετεπαναστατικές αραβικές ηγεσίες, ως πιο ευαίσθητες στα ρεύματα του «αραβικού δρόμου» από τις ανατραπείσες, τείνουν να σκληρύνουν την πολιτική των χωρών τους έναντι του εβραϊκού κράτους. (Σε ποιο βαθμό, μένει φυσικά να διαπιστωθεί – με τις εξελίξεις στην Αίγυπτο, ιδίως μετά την πρόσφατη επίθεση του όχλου κατά της ισραηλινής πρεσβείας, να παρουσιάζουν ιδιαίτερο εν προκειμένω ενδιαφέρον.)
Ωστόσο, μια ανεξέλεγκτη όξυνση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων θα συνεπαγόταν σοβαρότατους κινδύνους για τους Τούρκους. Πολεμική σύρραξη με το Ισραήλ, ειδικότερα, θα τους εξέθετε σε απρόβλεπτης έκτασης περιπέτειες. Το εβραϊκό κράτος, πέραν του πυρηνικού του οπλοστασίου – μέσου εσχάτης ανάγκης, βέβαια, μη χρησιμοποιήσιμου στο πλαίσιο των συνήθων διεθνοπολιτικών αντιπαραθέσεων – έχει την ισχυρότερη αεροπορία στην ευρύτερη περιοχή και, σχετικά μικρές μεν, πλην όμως λίαν αξιόμαχες ναυτικές δυνάμεις. Εκτός τούτου, το Κουρδικό αποτελεί χαίνουσα πληγή στο πλευρό της Τουρκίας, που, εν ανάγκη, οι Ισραηλινοί είναι σε θέση να εκμεταλλευθούν.[xi] Ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η αξία των ισραελο-τουρκικών οικονομικών ανταλλαγών, τόσο για την τουρκική οικονομία, όσο και για τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Κυρίως, όμως, το Ισραήλ εξακολουθεί να διαθέτει ισχυρότατα ερείσματα στον δυτικό κόσμο – και ιδιαίτατα στην Ουάσιγκτον, η οποία, παρά τις επιφυλάξεις της για τον χειρισμό του Παλαιστινιακού από την κυβέρνηση Νετανιάχου, θεωρεί πάντοτε την ασφάλειά του κυρίαρχο μέλημά της, τόσο για στρατηγικούς, όσο και για εσωτερικούς πολιτικούς λόγους.[xii]
Διό και το πιθανότερο είναι ότι οι Τούρκοι ιθύνοντες, παρά τους κομπασμούς των, θα αποφύγουν να τραβήξουν το σχοινί. Δεδομένου μάλιστα ότι οι Ισραηλινοί από την πλευρά τους – υπό αύξουσα σημειωτέον και αυτοί γεωπολιτική πίεση διατελούντες – μολονότι ευνοήτως αρνούνται να ικανοποιήσουν το ακραίο τουρκικό αίτημα αίτησης συγγνώμης για το περσυνό επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά, αντιμετωπίζουν μέχρι στιγμής τις τουρκικές φραστικές προκλήσεις με μετριοπάθεια και εμφανή επιθυμία βελτίωσης, και πάντως αποφυγής της επιδείνωσης, των σχέσεων τους με τον πάλαι ποτέ κύριο στρατηγικό τους εταίρο στην περιοχή.[xiii]
***
Κατά τα λοιπά, με τους Αμερικανούς και Ευρωπαίους να διερωτώνται στο συγκεχυμένο μεσανατολικό τοπίο «που το πάει ο Ερντογάν» και αν απώτερος στόχος του είναι η απομάκρυνση της χώρας του από τη Δύση, λογικό είναι οι σχέσεις της Τουρκίας με τους Δυτικούς να βρίσκονται στο επίκεντρο των προβληματισμών της τουρκικής ηγεσίας. Η οποία, χωρίς ποσώς να εγκαταλείπει τον μεγαλοϊδεατισμό της, επιχειρεί να διασκεδάσει τις δυτικές αυτές ανησυχίες. Βέβαια, στο μέτρο που η εισδοχή της Άγκυρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύεται ανέφικτη, ο αρχικός τουρκικός ενταξιακός ζήλος σημειώνει δραστική κάμψη. [xiv] (Και αντιστοίχως, ειρήσθω εν παρόδω, αποστερούνται οι Βρυξέλλες ένα περιορισμένης μεν αποτελεσματικότητας, πλην όμως χρήσιμο οπωσδήποτε μέσο πίεσης επί των τουρκικών αποφάσεων). Χωρίς ωστόσο η Άγκυρα να παύσει να καλλιεργεί τις διμερείς της σχέσεις με τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη. Όπως προκύπτει και από τη διπλωματική δραστηριοποίηση του Τούρκου Προέδρου Γκιουλ – ο οποίος αφού έγινε πρόσφατα δεκτός από τη Γερμανίδα καγκελάριο στο Βερολίνο, προβλέπεται να επισκεφθεί τον Νοέμβριο τη Βρετανία, όπου και θα φιλοξενηθεί από τη Βασίλισσα Ελισάβετ στα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ. [xv]
Όπως όμως είναι φυσικό, οι Τούρκοι ιθύνοντες εστιάζουν πρωτίστως την προσοχή τους στην Ουάσιγκτον – πάντοτε δεσπόζουσα στους τουρκικών ενδιαφερόντων χώρους. Και επιχειρούν να εξισορροπήσουν τη θορυβούσα τους Αμερικανούς στάση τους έναντι του Ισραήλ, αξιοποιώντας τη σύμπλευσή τους με κρίσιμες αμερικανικές στρατηγικές επιλογές σε σχέση, μεταξύ άλλων, με το Αφγανιστάν, με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, [xvi] με τα μετεπαναστατικά καθεστώτα της Βόρειας Αφρικής και τη Συρία, [xvii] και με την προμνημονευθείσα νατοϊκή αντιπυραυλική ασπίδα και την ιρανική της διάσταση.
Στην έκδηλη δε αυτή επιθυμία της Άγκυρας να διατηρήσει γέφυρες με τον δυτικό κόσμο οι μεγάλες δυτικές πρωτεύουσες προθύμως ανταποκρίνονται. Με την καγκελάριο Μέρκελ – εμμένουσα κατά άλλα στη γνωστή θέση της υπέρ μιας ευρωτουρκικής «προνομιακής σχέσης» αντί της ένταξης – να τονίζει προς περιφερειακή διάσκεψη του κόμματός της: «[δ]εν θέλουμε να χάσουμε τη σημαντική χώρα που είναι η Τουρκία…η Τουρκία είναι σημαντική για εμάς, χρειαζόμαστε μια στενή σχέση με αυτήν.» [xviii] Και με τον πρόεδρο Ομπάμα, μετά την πρόσφατη συνάντησή του με τον Τούρκο πρωθυπουργό, να εξαίρει τη σημασία της Τουρκίας ως συμμάχου, καθώς και την προσωπική συμβολή του κ. Ερντογάν στη συνεργασία των δύο χωρών – συνεργασία την οποία, από την πλευρά του ο συνομιλητής του αποκάλεσε «υποδειγματική». [xix]
Επίμετρον
Η Άγκυρα αιωρείται μεταξύ των νέο-οθωμανικών φιλοδοξιών της και της διατήρησης των δεσμών της με τη Δύση. Η οποία, από την πλευρά της, εξακολουθεί να επιθυμεί διακαώς την παραμονή της Τουρκίας στο δυτικό πλέγμα. Το πιθανότερο δε είναι ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός – ο οποίος, παρά τις τολμηρές πρωτοβουλίες του και συχνά ακραίες δημόσιες δηλώσεις του, δείχνει να γνωρίζει στην πράξη τα όριά του – θα αποφύγει τη ρήξη με τις δυτικές δυνάμεις. Και συνακόλουθα και μια ένοπλη αναμέτρηση με το υπό δυτική προστασία Ισραήλ. [xx] Τούτο όμως ουδόλως σημαίνει ότι θα επιδείξει κατ’ ανάγκην ανάλογη αυτοσυγκράτηση σε σχέση με την Κυπριακή Δημοκρατία – και την Ελλάδα. Έναντι των οποίων η παρούσα τουρκική ηγεσία συνεχίζει κατ’ ουσίαν την πολιτική των κεμαλιστών προκατόχων της. Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά στο Κυπριακό – μείζον εθνικό θέμα για το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της γείτονος – μας θέτει ανυποχώρητα το δίλημμα: εικονική ομοσπονδία αλά Ανάν ή ευθεία διχοτόμηση με περιορισμένα εδαφικά και άλλα ανταλλάγματα. Όλα δε δείχνουν ότι επωφελείται της «κρίσης των υδρογονανθράκων» για να εμπεδώσει την τελευταία – άνευ ανταλλαγμάτων.
Γεώργιος Ε. Σέκερης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου